Η έκλειψη της μνήμης του κομμουνισμού

Posted on 21 Νοεμβρίου, 2011 11:36 μμ από

4


του Έντσο Τραβέρσο*

(τη μετάφραση έκανε το Καπυμπάρα)

«η ιστορία είναι πάντοτε σύγχρονη, δηλαδή πολιτική…»

Αντόνιο Γκράμσι

Τετράδια της φυλακής

 

Στο έργο του «Το μαράζι ενάντια στη λήθη», ο Ντολφ Ελέρ έδειξε σε πιο βαθμό η γαλλική κουλτούρα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στοιχειωνόταν από τη μνήμη του Ιουνίου του 1848, σε μια κοινωνία η οποία προσπαθούσε να ξορκίσει με κάθε μέσο την ανάμνηση μιας εξέγερσης που είχε καταστεί σχεδόν ακατονόμαστη. Σήμερα συμβαίνει κάτι ανάλογο. Η ίδια η ιδέα της επανάστασης έχει ποινικοποιηθεί, παραπέμποντας αυτομάτως στον «κομμουνισμό» και βρίσκοντας έτσι, τη θέση της στην κατηγορία «ολοκληρωτισμός» στην ιστορία του 20ου αιώνα. Η επανάσταση εξομοιώνεται με τον Τρόμο και ο Τρόμος περιορίζεται εννοιολογικά και παρουσιάζεται αποκλειστικά σαν αποτέλεσμα και λογικό επακόλουθο μιας εγκληματικής ιδεολογίας. Ο καπιταλισμός και ο φιλελευθερισμός μοιάζουν να ξαναγίνονται το αναπόδραστο πεπρωμένο της ανθρωπότητας, όπως είχαν περιγραφεί από τον Άνταμ Σμιθ την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και από τον Τοκβίλ μετά την Παλινόρθωση. Αυτή η διάγνωση δεν υποδεικνύει μια νέα τάξη που πρέπει να οικοδομηθεί και της οποίας τα χαρακτηριστικά, μόλις και μετά βίας θα διακρίνουμε, αλλά ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που παρουσιάζεται ως η μόνη πιθανή απάντηση στη φρίκη του 20ου αιώνα. Η αντίθεση με το τοπίο της μνήμης του περασμένου αιώνα είναι εκπληκτική. Τότε, στις πιο σκοτεινές στιγμές της «εποχής των άκρων» όταν ο παλιός κόσμος κλονιζόταν από έναν καταστροφικό πόλεμο, που τον έκανε να μοιάζει με πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, όταν επικρατούσε το συναίσθημα ότι  η ανθρωπότητα βρισκόταν στα όρια της αβύσσου και ο πολιτισμός διακινδύνευε να γνωρίσει μια οριστική έκλειψη, ο κομμουνισμός εμφανιζόταν στα μάτια εκατομμυρίων ανδρών και γυναικών, σαν μια εναλλακτική για την οποία άξιζε τον κόπο να αγωνιστείς. Στην ιδέα του κομμουνισμού υπήρχε πράγματι ένα μερίδιο αυταπάτης, αμηχανίας και τύφλωσης, των οποίων μόνο μια μικρή μειοψηφία, ανάμεσα στους υποστηρικτές του, είχε συνείδηση. Ήταν ωστόσο ισχυρά ριζωμένη στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στις ελπίδες των λαϊκών τάξεων. Ο κομμουνισμός ήταν μια λέξη που έφερε πολλές σημασίες. Σήμαινε να παίρνεις στα χέρια σου τη δική σου μοίρα, να χειραφετείσαι, να αγωνίζεσαι ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην αδικία, ενάντια στην καταπίεση, να αγωνίζεσαι για μια κοινωνία ισότητας. Απηχούσε όμως και κάποιες πιο σκοτεινές πραγματικότητες: την «απελευθερωτική» προώθηση του Κόκκινου Στρατού, την πειθαρχία, το δίκιο του Κόμματος, τη λατρεία του Στάλιν. Πόθος για την ελευθερία, μακιαβελικοί υπολογισμοί και απειλές ολοκληρωτισμού, συνυπήρχαν σε μια ιστορική διαλεκτική που η «εποχή των άκρων» ωθούσε στον παροξυσμό της. Στη Γαλλία και σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης, η μνήμη του κομμουνισμού είναι καταρχήν αυτή μιας «αντι-κοινωνίας» -που ήταν ταυτόχρονα στρατώνας, εκκλησία και αδελφότητα- η οποία σήμερα δεν υπάρχει πια. Αν οι σκιές και οι αντιφάσεις που σκέπαζαν την ιδέα αυτή του κομμουνισμού είναι πλέον ορατές για τα καλά, αν οι αυταπάτες αυτές έχουν διαλυθεί, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι και ο ορίζοντας της ελπίδας που ενέπνεε έχει εξαφανιστεί. Τα πιο ριζοσπαστικά μαζικά κινήματα δεν τολμούν πια να τον διακηρύξουν ή να τον διεκδικήσουν. Οι Μεξικανοί ζαπατίστας δεν μιλούν πια για κομμουνισμό αλλά για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις που κινητοποιούνται τα τελευταία χρόνια ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, από το Σηάτλ μέχρι τη Γένοβα έχουν ξεκάθαρες ιδέες σχετικά με το τι δεν θέλουν –έναν κόσμο πραγμοποιημένο και μεταμορφωμένο σε εμπόρευμα- άλλα δεν τολμούν να προτείνουν ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο. Οι Κινέζοι φοιτητές που συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Τιεν-Αν-Μεν το 1989 δεν διεκδικούσαν, όπως στην Πράγα το 1968, έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά την ελευθερία και τη δημοκρατία. Στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, πολλοί είναι αυτοί, που αφού πάλεψαν για έναν αυθεντικό σοσιαλισμό, έγιναν οι υπεύθυνοι όχι μόνο για την επιστροφή στη δημοκρατία, αλλά επίσης και για την παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Βρίσκοντας τη θέση της στην ιστορική συνείδηση του δυτικού κόσμου από το τέλος της δεκαετίας του 1970 ως ένα κεντρικό γεγονός του 20ου αιώνα, η μνήμη των ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου συνδέθηκε, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, με τη μνήμη του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έγιναν αξεχώριστες, ως οι εικόνες μιας «εποχής των τυράννων» που ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Η επεξεργασία της μνήμης του φασιστικού και ναζιστικού παρελθόντος, που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, συνδυάζεται με το τέλος του κομμουνισμού. Η ιστορική συνείδηση του δολοφονικού χαρακτήρα του ναζισμού χρησίμευσε σαν παράμετρος για να μετρηθεί η εγκληματική διάσταση του κομμουνισμού, ο οποίος απορρίφθηκε εν συνόλω –καθεστώτα, κινήματα, ιδεολογίες, αιρέσεις και ουτοπίες- ως μία από τις όψεις του αιώνα της βαρβαρότητας. Η έννοια του ολοκληρωτισμού, κάποτε τοποθετημένη στα λιγότερο συχνά επισκεπτόμενα ράφια των βιβλιοθηκών του ψυχρού πολέμου, γνώρισε μια θεαματική επιστροφή ως το πιο κατάλληλο κλειδί ανάγνωσης, αν όχι το μόνο ικανό, για την αποκρυπτογράφηση των αινιγμάτων μιας εποχής πολέμων, δικτατοριών, καταστροφών και σφαγών. Από τη στιγμή που αποκεφαλίστηκε το τέρας του ολοκληρωτισμού, με το κεφάλι του Ιανού, η Δύση γνώρισε μια νέα νιότη, σχεδόν μια νέα παρθενία. Αν ο ναζισμός και ο κομμουνισμός είναι οι άσπονδοι εχθροί της Δύσης, η τελευταία παύει να αποτελεί το λίκνο τους για να μετατραπεί σε θύμα τους, με τον φιλελευθερισμό να εκθειάζεται ως ο λυτρωτής της. Αυτή η θέση εκφράζεται με πολλές παραλλαγές, από τις πιο χυδαίες ως τις πιο εξευγενισμένες. Η χυδαία εκδοχή είναι αυτή του φιλοσόφου του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ Φράνσις Φουκουγιάμα, για τον οποίο η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί, με την εγελιανή έννοια του όρου, «το τέλος της Ιστορίας», θεωρώντας ότι είναι αδύνατον να συλλάβουμε έναν κόσμο που να είναι διακριτός από τον σημερινό και ταυτόχρονα καλύτερος. Η εξευγενισμένη εκδοχή είναι αυτή του Φρανσουά Φυρέ. Τονίζοντας στο έργο του «Το Παρελθόν μιας αυταπάτης», ότι «ούτε ο φασισμός ούτε ο κομμουνισμός κατάφεραν να καταστούν τα αρνητικά πρόσημα ενός θεόπεμπτου πεπρωμένου για την ανθρωπότητα», ο Φυρέ μας αφήνει να καταλάβουμε ότι ένα τέτοιο θεόπεμπτο πεπρωμένο υπάρχει πραγματικά και αναπαριστάται από τον κοινό εχθρό τους: τον φιλελευθερισμό.

Έχοντας εξομοιώσει το κίνημα με τους πολιτικούς μηχανισμούς, την επανάσταση, τις ουτοπίες και την ιδεολογία της με το καθεστώς και τα σοβιέτ με την Τσεκά, οι ιστορικοί της νέας Παλινόρθωσης επιχείρησαν να καταδικάσουν συνολικά τον κομμουνισμό ως ιδεολογία και ως πρακτική εγγενώς ολοκληρωτική. Απαλλαγμένη από κάθε απελευθερωτική διάσταση, η μνήμη του ταξινομήθηκε στα αρχεία του αιώνα των τυράννων.

Βεβαίως, ο 20ος αιώνας ήγειρε ένα σοβαρό ερώτημα σχετικά με τη διάγνωση του Μαρξ ως προς το ρόλο του προλεταριάτου, ως απελευθερωτή της ανθρωπότητας. Η ρώσικη επανάσταση (και στη συνέχεια αυτές που την ακολούθησαν) γέννησε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Όλα αυτά, ενάντια στα οποία εξεγέρθηκε ο κομμουνισμός, από την εποχή του Μπαμπέφ και του Μαρξ –η καταπίεση, η ανισότητα, η κυριαρχία- έγιναν σύντομα οι φυσιολογικοί όροι της ύπαρξής του. Η βία – «μαμή της Ιστορίας» θεσμοθετήθηκε σαν τρόπος λειτουργίας του. Ο μηχανισμός ενώ θεωρούταν μέσο, έγινε αυτοσκοπός, ένα φετίχ που ζητούσε το δικό του μερίδιο σε τελετουργικά θυσιασμένα θύματα. Το κίνημα που υποσχέθηκε τη χειραφέτηση της εργασίας, τελικά, αποσπώντας την από την καπιταλιστική της μορφή, εγκατέστησε ένα σύστημα αλλοτρίωσης και καταπίεσης.

Ο κομμουνισμός, έτσι όπως τον γνωρίσαμε στις συγκεκριμένες ιστορικές του μορφές μετά το 1917, καταβροχθίστηκε από τον αιώνα που τον ανέθρεψε. Μετά από μια εποχή πολέμων και γενοκτονιών, φασισμών και σταλινισμού, ο σοσιαλισμός δεν υφίσταται πλέον, παρά μόνο, όπως στις απαρχές του, με την ουτοπική του μορφή. Όμως, αυτή η ουτοπία είναι από δω και μπρος φορτισμένη έντονα από το βάρος της ιστορίας, που την μεταμόρφωσε -σύμφωνα με την έκφραση που εμπνεύστηκε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ- σε «μελαγχολικό στοίχημα». Είναι φορτισμένη με το οξύ αίσθημα της ήττας που έχει υποστεί, των πάντα πιθανών καταστροφών και αυτό το αίσθημα γίνεται η πραγματική κόκκινη γραμμή που διαρρηγνύει τη συνέχεια της ιστορίας ως ιστορίας των νικητών.

Διαφοροποιούμενος από τον Μαρξ που όριζε τις επαναστάσεις ως «ατμομηχανές της Ιστορίας», ο Μπένγιαμιν τις θεωρούσε «φρένα ασφαλείας» που μπορούσαν να σταματήσουν την κούρσα του τρένου προς μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη καταστροφή και να σπάσουν το ιστορικό συνεχές. Η μεταφορά του Μαρξ παρέμενε αιχμάλωτη της μυθολογίας της προόδου, της οποίας οι σιδηροτροχιές –έκφραση της βιομηχανικής κοινωνίας και απεικόνιση της ισχύος και της ταχύτητας- υπήρξαν το σύμβολο καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μετά τις σιδηροδρομικές γραμμές του Μπιρκενάου, μετά τις σιδηροτροχιές που σφυρηλάτησαν οι κρατούμενοι στα γκουλάγκ της Σιβηρίας, οι ατμομηχανές δεν θυμίζουν πια την επανάσταση.

Δεν βρισκόμαστε πλέον στη μέση της καταιγίδας, όπως οι πρόγονοί μας του μεσοπολέμου. Ζούμε, τουλάχιστον προσωρινά, σ’ ένα τοπίο μετά την καταστροφή, προφυλαγμένοι από τους κινδύνους που απειλούν άλλες περιοχές του πλανήτη. Και μαζί με την καταστροφή απομακρύνεται και η επανάσταση, η συνέπειά της. Έτσι, όσο απομακρύνεται το «εμπειρικό πεδίο» της από εμάς, ως τετελεσμένο παρελθόν, ο «ορίζοντας αναμονής» της γίνεται αόρατος. Δεν γνωρίζουμε αν ο κομμουνισμός μπορεί να ξαναγίνει μια μέρα «ορίζοντας ελπίδας» ή «χειροπιαστή ουτοπία», όπως τον όρισε ο Ερνστ Μπλοχ. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το εμπειρικό πεδίο του έχει εκλείψει από το μνημονικό μας τοπίο και ότι εξακολουθεί να περιμένει να το ξαναθυμηθούμε.

Από αυτήν την άποψη, μπορούμε να παραβάλουμε αναλογικά τη μνήμη του κομμουνισμού μ’ αυτήν άλλων χειραφετητικών κινημάτων. Όπως έχουν υπογραμμίσει πολλοί ιστορικοί, ο Μάης του ’68 δεν ανακαλεί πλέον στο συλλογικό φαντασιακό τη μεγαλύτερη γενική απεργία στη γαλλική ιστορία, αλλά το τελετουργικό πέρασμα προς μια ατομικιστική κοινωνία και το σημείο διαμόρφωσης μιας νέας ελίτ «φιλελεύθερης-ελευθεριακής». Η πιο χτυπητή αναλογία είναι αναμφίβολα αυτή με τα αντιαποικιακά κινήματα, των οποίων η έκλειψη από τη συλλογική μνήμη είναι σχεδόν πλήρης. Μια γιγαντιαία ανταρσία των αποικιοκρατούμενων λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό ξεχάστηκε και καλύφθηκε από άλλες αναπαραστάσεις του παγκόσμιου «Νότου», που συσσωρεύθηκαν κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών: Καταρχήν αυτήν των ομαδικών τάφων της Καμπότζης και της Ρουάντας, στη συνέχεια αυτή των «ανθρωπιστικών πολέμων» και τέλος αυτή της ισλαμικής τρομοκρατίας, της οποίας οι εκπρόσωποι έχουν αντικαταστήσει την εικόνα του αντάρτη. Οι πρώην αποικιοκρατούμενοι δεν έχουν κατακτήσει ακόμα στα μάτια μας τη θέση του υποκειμένου της ιστορίας, έχουν απλά μετατραπεί σε «θύματα», αντικείμενα της βοήθειας των αναπτυγμένων χωρών, που συνεχίζουν να εκπληρώνουν, όπως κατά τον 19ο αιώνα την «εκπολιτιστική αποστολή» τους με το ιδεολογικό περιτύλιγμα πλέον των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Εξίσου ενταφιασμένες οι αναμνήσεις του κομμουνισμού και των αντιαποικιακών κινημάτων ως κινημάτων χειραφέτησης, ως εμπειριών που καθιστούν τους καταπιεσμένους ιστορικά υποκείμενα, συνεχίζουν να υπάρχουν σαν κρυφές μνήμες, συχνά σαν αντι-μνήμες, αντιπαραθετικές προς τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις.

______________________________________________________________________________________________

*Ο Έντσο Τραβέρσο γεννήθηκε το 1957 στη Ιταλία. Ζει και εργάζεται τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Γαλλία. Είναι ιστορικός και διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Jules-Verne της Πικαρδίας.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του: Le passé, modes d’emploi: histoire, mémoire, politique”, éditions La fabrique, Paris-2005.

______________________________________________________________________________________________

 Σόρτλινκ: http://wp.me/p1pa1c-epl