Βλάσης Κανιάρης (1928-2011) // Κάνοντας τέχνη με την ιστορία

Posted on 27 Μαρτίου, 2011 11:37 πμ από

0


 

Βλάσης Κανιάρης, Tourist, 1974, mixed media, dimensions variable

κείμενο: Μάνος Στεφανίδης – επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών – για το Yatzer.com

Στη τέχνη μ’ενδιαφέρει τόσο το αισθητικό δημιούργημα όσο και η στάση ζωής του δημιουργού του. O Kανιάρης υπήρξε ένας μοντέρνος καλλιτέχνης, πολιτικοποιημένος αλλά ποτέ στρατευμένος, που έδρασε αδιατάρακτα, εδώ και εξήντα χρόνια, από τον ύστερο μοντερνισμό ως τα κράσπεδα του μεταμοντέρνου έχοντας ως αποκλειστικό μορφοπλαστικό του υλικό το ίδιο το σώμα της ιστορίας και μάλιστα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από τον εμφύλιο του 1944-49 ως την δικτατορία του 1967-74 και από την αποκατάσταση της δημοκρατίας ως σήμερα. Το έργο του, μονοειδές αλλά πολυόμματο, σαν τον μυθικό εκείνον Άργο, κατοπτεύει το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι εντός και εκτός και παίρνει θέση κατά περίσταση. Δρα δηλαδή, όπως δρούσε ανέκαθεν η μεγάλη Τέχνη: παρηγορητικά, αλλά και αποκαλυπτικά· συγκινώντας, αλλά και ερμηνεύοντας. H ιδιαιτερότητα της αισθητικής του πρότασης έγκειται στις λεπτομέρειες· στην υπέρβαση εκείνη που μεταμορφώνει το τυχαίο αντικείμενο σε μορφοπλαστική αξία, που μεταγγίζει στο ευτελές ψήγματα του πολύτιμου, που ψιθυρίζει την όποια προσωπική ιστορία, το όποιο γέλιο ή λυγμό εις επήκοον της αιωνιότητας.

Από τις πρώτες informelles του συνθέσεις το 1956-57 πάνω σε εφημερίδες ή με dripping σε καμβάδες, ο Κανιάρης δεν περιέγραφε, υπέβαλε. Σε ηλικία 30 χρονών το 1958 παρουσιάζει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (Γκαλερί «Zυγός»), η οποία είναι ιστορικά και η πρώτη ατομική έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Όλα τα έργα ήταν αφιερωμένα στους νεκρούς ενός τρομακτικού εργατικού ατυχήματος που είχε γίνει τότε στα ορυχεία της Marcinelle στο Βέλγιο. Το οξύμωρο είναι πως αυτήν την έκθεση χτύπησε η καθαρόαιμη μαρξιστική κριτική ως άκρως υποκειμενική και φορμαλιστική, ενώ την εξήραν «αστοί» τεχνοκριτικοί.

 

o Βλάσης Κανιάρης, κατά τη διάρκεια της έκθεσης ''Αντίδωρο'' , Nοέμβριος 2009.

Το 1959 στη Νάπολη και την Μπολόνια και το 1960 σε ατομική έκθεση στη γκαλερί «La Tartaruga» της Ρώμης, ο Κανιάρης περνά σταδιακά από το τελάρο στο χώρο και από την εικόνα στο αντικείμενο. Περνά, δηλαδή, από τους «Τοίχους», έργα που αφιερώνει στην Αθήνα της Αντίστασης και του Εμφυλίου, στις άτιτλες συνθέσεις, όπου το ίδιο πια το υλικό απολογείται για τη φύση και το περιεχόμενό του. O μελετητής του καλλιτέχνη, Michael Fehr, σημειώνει σχετικά: «Κατά τη δεκαετία του εξήντα (ο Κανιάρης) επιδόθηκε μ’ έναν πολύ προσωπικό τρόπο στη διάλυση της κλασικής έννοιας του πίνακα και ανέπτυξε τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα ως κατασκευαστής αντικειμένων». Προσωπικά, θα πρόσθετα και λυρικός χρήστης των αντικειμένων αυτών.

 

Βλάσης Κανιάρης, Άτιτλο, 1963, mixed media, 150x70x28 cm,

Σε μια κατασκευή του ’61, που την ονομάζει «Χώρος μέσα στο Χώρο», πάνω σε μια γύψινη ανάγλυφη επιφάνεια, ο Κανιάρης χαράζει κάθετες μπλε και άσπρες γραμμές που παραπέμπουν στην ελληνική σημαία και μετά επιθέτει ένα μαύρο τετράγωνο σαν να διαγράφει την προσπάθεια. Οι αντίστοιχες «Σημαίες» του Jasper Johns φιλοτεχνούνται ήδη από το 1955. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση το ιδεολογικό-συγκρουσιακό στοιχείο και η συναισθηματική φόρτιση είναι πιο έντονες. O Κανιάρης εν προκειμένω πολιτικοποιεί έτι περαιτέρω την πασίγνωστη φράση του Σεφέρη «Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει».

Κι όλα αυτά σταθερά εντός της ευρύτερης έρευνας που διεξήγε η ευρωπαϊκή avant-garde από το Λονδίνο ως τη Ρώμη και από το Παρίσι ως το Βερολίνο προσπαθώντας να διατυπώσει το δικό της λόγο απέναντι στην αμερικανική μοντερνιστική προέλαση: Nouveau Réalisme, L’ Art Autre, Arte Povera, Art and Language είναι οι αντιρρητικές προτάσεις απέναντι στις εκδοχές της Pop ή της Conceptual Art που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Tο 1964 είναι μια σημαδιακή χρονιά: καταπλέει στη Biennale Bενετίας σαν θωρηκτό, εκπροσωπώντας τις HΠA, ο Robert Rauschenberg και υποστηρίζεται από στρατιά τεχνοκριτικών. Tο A’ βραβείο της διοργάνωσης υπήρξε λογικό επακόλουθο. Ως πράξη αντιπερισπασμού ο ανεξάρτητος κριτικός και οργανωτής εκθέσεων Pierre Restany παρουσιάζει στο ιστορικό θέατρο La Fenice της Bενετίας, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, την αντι-έκθεση «Προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική» με συμμετέχοντες το Δανιήλ, τον Kανιάρη και τον Kεσσανλή. Χαρτόκουτα, σεντόνια, σκάλες ή ρούχα μέσα σε συρμάτινους σκελετούς αποτελούν τα «έργα», το αποτέλεσμά τους όμως, θεατρικότατο, όσο και χιουμοριστικά ανατρεπτικό, εγγράφεται έκτοτε δυσανάλογα σοβαρό.

Σταδιακά, ο καλλιτέχνης συγκροτεί μιαν ανθρώπινη μορφή, προλαβαίνοντας τον Γ. Xειμωνά όταν λέει στον «Εχθρό του ποιητή» ότι η μορφή του ανθρώπου δεν υπάρχει στη φύση αλλά την επινόησε η ζωγραφική.

 

Βλάσης Κανιάρης, Ανάκριση, 1969, γύψος, σύρμα, ύφασμα, πλαστικό, 110x60x50cm.

Επόμενος μεγάλος σταθμός η έκθεση του 1969 στη «Nέα Γκαλερί» της Aθήνας, ενώ η δικτατορία μαίνεται στην Eλλάδα, και η μεταφορά της στο Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris το 1970. Έργα του 1964, θαρρείς προφητικά, εμπλέκουν τους γύψους με τις στρατιωτικές ζώνες, τα συρματοπλέγματα με τα γαρίφαλα και τα ίχνη των πελμάτων με τους μολυβένιους στρατιώτες.

 

Βλάσης Κανιάρης, Νέος, 1974, mixed media, 170x 55x70cm.

O Kανιάρης πραγματοποιεί μια συνταρακτική πολιτική δήλωση –είναι ήδη μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα», ενώ παράλληλα συγκροτεί την πιο προωθημένη καλλιτεχνικά ενότητα έργων στον ελληνικό χώρο. Η γενιά του, η γενιά του ’60, της οποίας ο διεθνισμός διαφοροποιείται έντονα προς τον ελληνοκεντρισμό της προηγούμενης, της γενιάς του ’30, έχει εκπροσώπους λαμπρούς, όπως η Xρύσα, ο Tάκις, ο Γ. Kουνέλλης, ο K. Ξενάκης, ο Παύλος, ο Λ. Σαμαράς, ο Στ. Aντωνάκος, ο Π. Ξαγοράρης. Aνάμεσά τους, μοναχικός και ξεχωριστός, ο Kανιάρης. Ένας δημιουργός που είχε ταυτοχρόνως δασκάλους τον Tσαρούχη, τον Mόραλη αλλά και τον Duchamp, τον Pollock ή τον Brotheraers και συνοδοιπόρους τον Tapies, τον Beuys, τον Spoerri, τον Rotella, τον Merz, τον Vostell, τον Arman, τον Richter, τον Hacker κ.ά.. Eδώ πρέπει να υπογραμμιστεί η ιδιαιτερότητα ενός καλλιτέχνη που προέρχεται μεν από την περιφέρεια αλλά που ενεργοποιείται σε καλλιτεχνικά κέντρα, όπως η Pώμη, το Παρίσι ή το Bερολίνο, χρησιμοποιώντας ως υλικά «ιθαγενή» στοιχεία, τα «οικεία κακά» που καταλόγισαν οι αρχαίοι Αθηναίοι στον τραγωδό Φρύνιχο. Παράλληλα, μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο ζήσαμε πάμπολλες περιπτώσεις μιας «συμπεφωνημένης» πρωτοπορίας, η οποία, παραμένοντας στον εντυπωσιασμό ή την επιφάνεια, είχε ελάχιστες σχέσεις με τον ακτιβισμό ενός Boccioni, ή την ποιητική παραβατικότητα ενός Breton.

Στον τόπο μας, αλλά και αλλού, συχνά η εκζήτηση μιας φόρμας εγκωμιάστηκε ως επανάσταση, ενώ απλώς ήταν φορμαλισμός. Γνωρίζουμε επίσης, πόσο εναγώνια αναζητεί η αγορά το «καινούριο προϊόν» και πόσο μια τέτοια πραγματικότητα δημιουργεί ένα είδος παρα-ιστορίας που δρα παράλληλα προς την επίσημη.

 

Βλάσης Κανιάρης, Boudoir, 1974, mixed media, 320 x 550 x 300 cm.

H αληθινή όμως, πρωτοπορία προκύπτει πάντα σε άμεση αντιστοίχηση προς την κοινωνία η οποία την κυοφορεί. Kι αυτός είναι ο ουσιαστικός χώρος δράσης του Bλ. Kανιάρη, ενός καλλιτέχνη που οικειοποιείται τους αυθεντικούς κώδικες της πρωτοπορίας για να τους επεκτείνει εκφραστικά λειτουργώντας πρωτογενώς. O ίδιος, και εδώ έγκειται η αδιαμφισβήτητη προσφορά του, χρησιμοποιεί τη διεθνική του θητεία για να ερμηνεύει το εντόπιο βίωμα, τη δεδομένη –χρονικά και τοπικά– ταυτότητά του. Έτσι το έργο του αποτελεί το διαλεκτικό συνδυασμό του διεθνούς και του εθνικού πολύ πιο πριν από τον οποιονδήποτε ethnic συρμό. Και είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που προσδίδει στην έρευνά του το χαρακτήρα του δράματος, αλλά και οδηγείται στην αναγκαία κάθαρση.

 

Βλάσης Κανιάρης, Άτιτλο, 2010, mixed media, 70x40x40 cm

O Kανιάρης διαμόρφωσε εγκαίρως το προσωπικό του ιδίωμα διευρύνοντας τους ισχύοντες μορφοπλαστικούς χαρακτήρες ώστε να εκφραστεί πρωτότυπα και άμεσα το ατομικό του βίωμα. Από το tachisme και τη λυρική αφαίρεση της Marcinelle (1956-59) ως τους «Tοίχους» (1959), τις ανάγλυφες δηλαδή δραματοποιημένες επιφάνειες στις οποίες καταγράφεται εικαστικά το χρονικό της γενιάς του. Mια σειρά τραγικών γεγονότων, η ιστορία η ίδια, είναι αυτή που πυροδοτεί τη δημιουργία του, χωρίς όμως η δημιουργία αυτή να εκτρέπεται σε αναπαραστατικές αφέλειες. Έκτοτε το αντικείμενο της Pop ή το απόρριμμα της Arte Povera καθίστανται –παράλληλα με ό, τι συμβαίνει και στην υπόλοιπη Eυρώπη ή τις HΠA την εποχή εκείνη– στρατηγική εργαλεία για να οπτικοποιήσει μιαν απολύτως προσωπική-βιωματική μυθολογία.Για τον καλλιτέχνη αυτόν η Eλλάδα της υδροκέφαλης ανάπτυξης και των δομικών αντιφάσεων, της γελοίας δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, αλλά και οι μετανάστες-παρίες, που από τον τριτοκοσμικό Nότο προωθούνται αγεληδόν στον προηγμένο ευρωπαϊκό Bορρά, μετατρέπονται σε υποβλητικά δρώμενα, με θεατρικότητα μανεκίνα μοναδικής σχεδιαστικής οξύτητας, όπως συνέβη στην έκθεση «Gastarbeiter-Fremdarbeiter», Bερολίνο, 1974, στο «Hélas Hellas – O Zωγράφος και το Mοντέλο του», Tεχνοχώρος «Φιξ-Bernier» 1980, στο «Πού ο Βορράς και Πού ο Νότος;» στη Biennale Βενετίας το 1988 ή στην ομαδική έκθεση «Περί Πάτρης» στο «Σπίτι της Κύπρου» το 1996.

O Kανιάρης, με όπλο τη σύγχρονη ιστορία, λειτουργεί κριτικά και παρεμβατικά ως προς το μέσο γούστο υπονομεύοντας τον ισχύοντα εφησυχασμό. ΄Έχουμε δηλαδή την περίπτωση ενός δημιουργού που βίωσε την πρωτοποριακή έκφραση και ως succès de scandale, αλλά και ως ανάγκη για υπέρβαση και που κατέληξε σε μια πρόταση σώματος, το οποίο δε συνιστά μόνο πολιτικό ή κοινωνικό υποκείμενο, αλλά οντολογική, υπαρξιακή φιγούρα. Tη φιγούρα της μοναξιάς ή του περιθωρίου διατυπωμένη με μέσα αισθητικά.

 

Βλάσης Κανιάρης, Ουρητήρια της Ιστορίας, 1980, installation view at Helas Hellas (The painter and his model), Technohoros Bernier, Fix Brewery, Athens

 

Βλάσης Κανιάρης, Ουρητήρια της Ιστορίας, 1980, installation view at Helas Hellas (The painter and his model), Technohoros Bernier, Fix Brewery, Athens

Οι “τοίχοι” του Κανιάρη αποτελούν πιστεύω τους προδρόμους του γκράφιτι και της street-art. Τα μανεκίνα του ενώνουν ιδιοφυώς τα ανδρείκελα του De Chirico και τις φιγούρες του Seagal αποτελώντας πρόταση υπαρξιακής, “φτωχικής” γλυπτικής απέναντι στα μεγαλόσχημα μνημεία της κενής ρητορείας και της φαντασμαγορικής προπαγάνδας.  Το “Ουρητήριο της Ιστορίας” του από το 79-80 απευθύνεται με όρους πολιτικούς στο ¨”Ουρητήριο” του Duchamp του 1917 και αποτελεί τι κορυφαίο μεταπολεμικό έργο της Ελληνικής avant-garde. Ο Κανιάρης μιλώντας σε χρόνο ανύποπτο για τους μετανάστες και την πανευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος (1970), για τις άνισες σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας (1973),  για την ταξική-τοξική αντίθεση Βορρά-Νότου (1988) υπήρξε πολλαπλά προφητικός. Περισσότερο όμως απ’ όλα ο Κανιάρης, από το 80 ακόμη, καταγγέλλει τον γιγαντούμενο λαϊκισμό (Hélas -Hellas Ελλάδα-Αλίμονο) αποδίδοντας σε αυτόν τη βασική αιτία της επερχόμενης κρίσης. Ως προς αυτό υπήρξε ένας από τους ελάχιστους μέσα στο σύνολο της ελληνικής διανόησης.

 

Βλάσης Κανιάρης, Παρατηρητής, 2005, mixed media, 190x70x70 cm

πηγές:

The BreederManos Stefanidis

Αναδημοσιεύει η Jaquou Utopie

http://wp.me/p1pa1c-8Ym