Γράφει ο Τάσος Κατιντσάρος
“Ρε παιδιά, κάτι αισθάνθηκα ν’ ανεβαίνει απ’ τα πόδια μου και να βγαίνει απ’ το κεφάλι μου”, είπε ο Στέλιος.
“Άσε τις μαλακίες, ανατρίχιασες, όπως κι εγώ, γιατί νομίζεις ότι κάνουμε κάτι σημαντικό”, απάντησε ο Νίκος.
“Σοβαρευτείτε!” είπε ο Μάκης κι έδειξε με το δάχτυλο μια πόρτα.
Ο Γιώργος έσκυψε και πέρασε μια προκήρυξη κάτω απ’ τη χαραμάδα.
Τρεις ώρες περίπου μάς πήρε να τοποθετήσουμε όλες τις χειρόγραφες προκηρύξεις σε σπίτια, σε αυτοκίνητα, σε σημεία που να μπορεί κάποιος να τις πάρει και να τις διαβάσει.
Πέντε Περιστεριώτες 17-18 χρονών είχαμε μαζευτεί εκείνο το απόγευμα στη “γιάφκα”. Έκτακτη συνεδρίαση, είχαμε πει, για να μιλήσουμε για κάτι σημαντικό. Είχα πάρει το λόγο: “Ξέρετε, αύριο ξημερώνει μια σημαντική μέρα για όλους μας, μα προπαντός για τους εργάτες! Η Πρωτομαγιά δεν είναι μόνο γιορτή των λουλουδιών και της άνοιξης της φύσης, όπως μας λένε. Το 1886 στο Σικάγο είχε ξεκινήσει μια σημαντική απεργία για το 8ωρο…” Τα είπα όλα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια σχεδόν του Τάσου Βέλα, όπως τα ‘χα αποστηθίσει από άλλη συνεδρίαση.
“Προτείνω, λοιπόν, να κάνουμε κάτι γι’ αυτή τη σπουδαία μέρα της εργατικής τάξης. Έχω φτιάξει ένα μικρό κείμενο… να σας το διαβάσω και, αν συμφωνείτε, να το κάνουμε προκήρυξη και να το μοιράσουμε το βράδυ…”
Ενθουσιασμένοι υπερθεμάτισαν όλοι και αρχίσαμε να γράφουμε… Δεν είχαμε άλλα μέσα, παρά τα χέρια, τα τετράδια, τα στυλό μας. Κάπου βρήκαμε και λίγα καρμπόν. Αυτά εξάλλου δεν είχαμε και στο Πολυτεχνείο, όταν γράφαμε το μήνυμα του αγώνα και το μοιράζαμε στους απέξω για να το μεταδώσουν;
Δουλέψαμε εντατικά και γράψαμε πάνω από πεντακόσιες προκηρύξεις! Τις μοιράσαμε όλες! Δεν κρατήσαμε ούτε ένα αντίτυπο για μας! Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και δεν πληρώσαμε την “άγνοια κινδύνου” που είχαμε επιδείξει. Οι μέρες εκείνες (μετά το Νοέμβρη, επί χούντας του Ιωαννίδη) ήταν απ’ τις πιο μαύρες για το κίνημα στα χρόνια της δικτατορίας, μιας και πολλές οργανώσεις είχαν ήδη χτυπηθεί και πολλοί αγωνιστές είχαν συλληφθεί και βασανιστεί…
Την Πρωτομαγιά μάλιστα, όσοι κατεβήκαμε στην Κοτζιά, δεν τολμήσαμε να κάνουμε το παραμικρό, γιατί υπήρχαν παντού ασφαλίτες με κόκκινα γαρίφαλα! Δεν χρειαζόταν και πολλή εξυπνάδα, για να καταλάβεις πως, αν φώναζες κάνα σύνθημα, θα είχες μπουζουριαστεί αστραπιαία!
Και, απ’ ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων, άλλη προκήρυξη δεν είχε μοιραστεί στην Αθήνα τις παραμονές της Πρωτομαγιάς του 1974…
Πέρασε ο καιρός, αρκετούς μήνες μετά, όταν είχε καταρρεύσει πλέον η δικτατορία, σε μια απ’ τις πολλές διαδηλώσεις επί… δημοκρατίας, ανεβαίνοντας τη Φιλελλήνων, στρίβοντας στην Ξενοφώντος, εκεί κάπου, στην γκαλερί Ώρα, η πρώτη έκθεση αντιστασιακού υλικού. Ο Ηλίας μού ‘πε να μπούμε για να δούμε…
Κι εκεί, ανάμεσα σε ξύλινους πολυγράφους, σε σφραγίδες, παράνομες εφημερίδες, αφίσες και τρικάκια, καδραρισμένη σαν πίνακας ζωγραφικής, απαστράπτουσα και σε περίοπτη θέση, η χειρόγραφη προκήρυξή μας! Η πρώτη, λιτή και πανέμορφη στην απλότητά της, πρωτομαγιάτικη προκήρυξή μας…
***
Μεταφέρει από τη σελίδα του Τάσου Κατιντσάρου στο fb, η Jaquou
shortlink: http://wp.me/p1pa1c-iJF
cronopiusa
30 Απριλίου, 2013 12:12 μμ
Que Mi Nombre No Se Borre De La Historia (Las Trece Rosas Rojas)
oldboy9
30 Απριλίου, 2013 1:20 μμ
Αυτό που είπαν οι 5 Περιστεριώτες τότε, πολλοί ακόμα δεν το ξέρουν…
Πιο επίκαιρη από ποτέ, εκείνη η προκήρυξη, το λέει και ο Παπακωνσταντίνου
cronopiusa
30 Απριλίου, 2013 4:21 μμ
Κι ήθελε ακόμη – Μαρία Δημητριάδη
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα
Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια
Η μοίρα κι ο καιρός το ‘χαν ορίσει
Παρασκευή το βράδυ στις εννιά
η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
Παρασκευή το βράδυ του φονιά
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα πέμπω
με τους ανθρώπους που ‘δαν φονικό
και το ‘χουν στ’ όνομά τους κεντημένο
Αυτός που σπέρνει δάκρυα και τρόμο
θερίζει την αυγή θανατικό
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο
Έχει κρυφή πληγή κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό απ το κακό
πως ξέφυγε απ’ ανθρώπους κι από νόμo
Τη δόξα των ανθρώπων δε γυρίζω
στης πέτρας τη παλιά τη συλλογή.
Κι άλλο απ΄το μαύρο χόρτο δε γνωρίζω
παρά μονάχα σκέφτομαι κι ελπίζω
ποια λόγια θα περάσουν την πληγή
και τι θα ξεχαστεί μ’ αυτά που χτίζω.
Όσοι θα βρουν το φως να λιγοστεύει
και την καρδιά κρεμάσουν σε κλαδί
κοντά σε μια φωτιά που ζωντανεύει,
στην όχθη που τον άνθρωπο παλεύει
το μαύρο φως και θέλει να τον δει
και στα μαλλιά του αγέρας να σαλεύει,
Σ’ αυτούς η μοναξιά κι η λησμοσύνη
κι η πέτρα δίχως χώμα και νερό.
Γι αυτούς μέσα στον ύπνο τους θα μείνει
τ’αηδόνι και το πλοίο Σ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Ν Η
με δυό χιλιάδες φόρτωμα πικρό
στο γέλιο των κυμάτων που σ’ αφήνει
spiral architect
1 Μαΐου, 2013 7:36 μμ
Κουράστηκα δε μου μεινε σταλιά
δύναμη να σηκώσω το κεφάλι
απότυχα για άλλη μια φορά
τώρα με κυβερνούνε άλλοι