Μαρτυρία απο συγκέντρωση/συνέλευση «αγανακτισμένων» της Θεσσαλονίκης

Posted on 27 Μαΐου, 2011 4:15 μμ από

4


αναδημοσιεύει απο τα Φύλλα Πορείας η inflammatory

Πολλοί καταδίκασαν και αφόρισαν την κίνηση, πριν ακόμα εκδηλωθεί. Α-πολίτικο, επειδή δεν έχει συνοχή και προειλημμένες πολιτικές θέσεις και στόχους, α-ταξικό επειδή καλεί τους πάντες ανεξαιρέτως και είναι ειρηνικό, «μεταμοντέρνο» επειδή διοργανώθηκε μέσω facebook κι όχι από κάποιο αναγνωρισμένο σωματείο. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς, απ’ τους απαισιόδοξους της υπόθεσης.

Το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη μαζέψει πολύ και ετερόκλητο κόσμο, από διάφορες ηλικίες (κυρίως νεολαίους) κι από διάφορες «λαιφστάιλ κατηγορίες». Λίγα πανώ εναντίον των πολιτικών, αυτοσχέδια συνθήματα, δυο-τρεις ελληνικές σημαίες, μηδαμινά κείμενα και τρικάκια από κάποιους πολιτικούς χώρους. Το κλίμα ήταν ως επί το πλείστον «ελληνικό», οικογένειες, παιδιά με καφέ και μπύρες, πηγαδάκια και φωνακλάδες, καντίνες και βόλτες στη παραλία. Στην αρχή η όλη κίνηση μου φαινόταν ως ένα μουντό πανηγυράκι, μια απλή κόπια της πλατείας Πουέρτα ντελ Σολ, «άντε για να δείξουμε στους Ισπανούς ότι δεν κοιμόμαστε», μια σαλονικιάτικη φραπεδοκατάσταση, το πολύ-πολύ άλλο ένα flash-mob το οποίο θα ξεθώριαζε σε λίγες ώρες, ένα πλήθος «αγακτισμένων» σε μονότονη κίνηση.

Κεντρικά σημεία

Αφού έδυε ο ήλιος όμως, έγινε κάτι πολύ σημαντικό και αναπάντεχο. Μαζεύτηκε κόσμος στη βάση του λευκού πύργου και άρχισε να συζητάει ενθουσιασμένα. Ουσιαστικά συστήθηκε μια απλού τύπου συνέλευση, με το κόσμο είτε καθισμένο είτε όρθιο και όποιος ήθελε μιλούσε μέσω μιας ντουντούκας. Η ελευθερία λόγου ήταν διασφαλισμένη. Για όση ώρα ήμουν εκεί, αντιλήφθηκα κάποια συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία ανέδυαν συχνά στις διάφορες ομιλίες (και παρουσιάζονταν ως σημαντικά) και με τα οποία συμφωνούσαν όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους. Εκφράστηκαν, η διάθεση για αδιαμεσολάβητες συνελεύσεις («χωρίς εκπροσώπους και κόμματα»), για την ενότητα και τη πολυσυλλεκτικότητα της κίνησης (μέσω εννοιών και λέξεων όπως «Έλληνες», «πολίτες», «όλοι», «και οι μετανάστες» εκ των οποίων κάποιες αποδοκιμάστηκαν), ο πασιφισμός του εγχειρήματος («ειρήνη», «σεβασμός των δικαιώματων αλλονών»), η αλληλεγγύη και η επικοινωνία («αγάπη», «ν’ ακούμε ο ένας τον άλλο») και σίγουρα η μαχητικότητα και η επιθυμία για πιο παραγωγικές δράσεις («να μείνουμε όλοι», «υπογραφές», «τραπεζάκια», «δημιουργικότητα», «πολιτισμός»). Ελάχιστα ακούστηκε το ζήτημα της ευθύνης όλων για τη κρίση, ως συναίνεση στο σύστημα και σίγουρα η «ιδέα» απέσπασε λιγότερα χειροκροτήματα. Επιπλέον, γνωστά σημεία και έννοιες που συναντάμε συχνά τελευταία στο δημόσιο λόγο και τα οποία εκφράζαν πιο «πολιτικές» θέσεις, προφανώς ακούστηκαν και έγιναν ευρέως αποδεκτές («διεφθαρμένοι πολιτικοί», «απεχθές χρέος»). Υποθέτω πως σε ανάλογο βαθμό, τηρουμένων των αναλογιών, τα παραπάνω παρατηρήθηκαν και στην Αθήνα.

Παράλληλα στο κυρίαρχο λόγο της συνέλευσης, άρχισαν να εμφανίζονται αυτοματισμοί και «κοινωνικοί μηχανισμοί» που διακρίνονται σε κάθε κοινωνικό σύνολο, κάθε μορφή έστω κοινότητας. Από μόνοι τους οι ομιλητές αντιλαμβάνονταν τα όρια του χρόνου τους και τις περιπτώσεις καταχρασμού του, εκδηλωνόταν πολλές φορές «συνετή κατακραυγή» εναντίον απόψεων που δυσαρεστούσαν τη πλειοψηφία και μια πρώτη μορφή δηλαδή «κοινωνικού ελέγχου», και φυσικά δυο-τρια άτομα άρχισαν να βοηθούν στο καθαρισμό του χώρου. Είδαμε λοιπόν την ανάδυση μιας πρωταρχικής σύνδεσης και υπευθυνότητας μεταξύ των παρευρισκόμενων, οι οποίες δεν ήταν προφανώς προαναγγελμένες αφού πρώτη φορά συναντιόντουσαν όλοι.

Ζητήματα

Συνολικά θεωρώ ότι έγιναν σημαντικά βήματα. Αν αναλογιστεί τη κατάσταση κώματος στην οποία βρίσκεται εδώ και ένα χρόνο η κοινωνία και την αδράνεια της νεολαίας, το γεγονός ότι υπήρξε ενεργή κίνηση και εμφανίστηκε μια πρόθεση για συμμετοχή και δράση είναι εξαιρετικά θετικό. Σαφώς, μπορείς αόριστα να συσπειρώσεις πλήθη κάτω από τη ταμπέλα «αγανακτισμένοι» και ο καθένας θα έχει τη δικιά του αγανάκτηση, κάτι που δεν οδηγεί πουθενά. Το κρίσιμο όμως είναι ότι γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια βάση επικοινωνίας και από ‘κει και πέρα μπορεί να δημιουργηθεί ενιαία πλατφόρμα διεκδικήσεων και σε αυτό το προτσές θα δομηθεί η πολυπόθητη συλλογική ταυτότητα. Ο κόσμος μπορεί να είναι απαθής αλλά δεν είναι χαζός, όσο κι αν συντηρητικοί δεξιοί ή ελιτιστές επαναστάτες θεωρούν ότι είναι. Αντιλαμβάνεται γενικά τι πρέπει να γίνει, απλά χρειάζονται άτομα που έχουν ψηθεί σε οργανωμένες κινητοποιήσεις με συγκροτημένο-ουσιαστικό λόγο. Φαίνεται επίσης πως δεν είναι αργά για να εξαλειφθεί η κατάσταση απανθρωπιάς που κυριεύει τη χώρα και την Αθήνα ιδιαίτερα, εφόσον βέβαια ο κόσμος συνεχίσει να θέλει να συναντιέται και αναπτύξει σχέσεις ομόνοιας και αλληλεγύης.

Από την άλλη, κατά τη διάρκεια της συνέλευσης ακούστηκαν αδιάφορα και γελοία πράγματα, μαλακίες, πατριωτικές κορώνες. Αυτό όμως δε μειώνει σε καμία περίπτωση τη σημασία της. Δηλαδή περιμένουμε ν’ ακούσουμε αναλύσεις περί άυλης εργασίας και αντιφάσεων του καπιταλισμού από άτομα με σούπερ αυθεντική ταξική συνείδηση και να ξέρουμε ότι κατευθυνόμαστε προς την ανατροπή και την οικοδόμηση της επαναστατικής κοινωνίας για ν’ αποφασίσουμε ότι έχει αξία μια συνέλευση; Λαϊκή συνέλευση ήταν, και βρισιές θ’ ακουστούν και γιουχαϊσματα και απλοϊκές αναλύσεις θα διατυπωθούν, ότι πιο λογικό και κανονικό. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από το κόσμο να πολιτικοποιηθεί κατευθείαν ούτε να αναμένουμε ότι θα διαχειρίζονται όλοι άριστα τον λόγο ούτε ότι θα τεθούν αμέσως τα «σωστά» αιτήματα. Φανερώνεται πάντως από τις συζητήσεις πως ο κόσμος είναι ανοικτός, διαπερνάται από ερεθίσματα και αναζητά πολιτικές θέσεις.

Εξ’ άλλου υποτίθεται ότι ως κινηματίες, θέλουμε λαϊκές συνελεύσεις. Και τώρα μπορούμε να τις έχουμε. Να μπούμε λοιπόν σε αυτές και να συνδιαλλαγούμε με το κόσμο, να έρθουμε σε επαφή με το σύνολο της κοινωνίας (όχι με όποια μέρη της μας βολεύουν), όσο απολιτίκ και «νεκρωμένα» να είναι κάποια κομμάτια της, όσο χυλός και να είναι ο λόγος τους στην αρχή. Να μην εμφανιστούμε όμως με ξεχωριστά μαγαζάκια το καθένα με την «αποψάρα» του, κάτι που θα οδηγήσει είτε σε καπέλωμα είτε σε αδυναμία ζύμωσης, αλλά σαν «χώροι» και άτομα με καταβολές μεν που συνδιαμορφώνουν δε. Πρέπει λοιπόν πολιτικοί χώροι που έχουν εμπειρία σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και κινηματικές συνελεύσεις αφενός να βοηθήσουν δυναμικά τις προσπάθειες αυτές ώστε να παγιωθούν οι συγκεκριμένοι τρόποι οργάνωσης και αφετέρου να δώσουν προοδευτικά στίγματα και τόνους στα αιτήματα που θα εγείρονται.

Επιπλέον, η σημερινή κίνηση φανερώνει πως υπάρχει ένα αισθητό μέρος εργαζόμενων και ανέργων που βιώνει τον αποκλεισμό από κόμματα, οργανώσεις και σωματεία. Οι λόγοι μπορούν να κυμαίνονται από την απαξίωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών μέχρι το φόβο του αφεντικού, αλλά αναμφισβήτητα τίθεται το ζήτημα της σχέσης και της επαφής μεταξύ εργατικών οργανώσεων και του υποκειμένου για το οποίο αγωνίζονται. Καταδεικνύεται ότι όλος ο χώρος αυτός πρέπει να αναθεωρήσει ζητήματα προσέγγισης των εργαζομένων όπως και το τι αγωνιστικές δράσεις λαμβάνονται.

Εν κατακλείδι

Δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει από ‘δω και πέρα. Μπορεί η όλη αυτή κινητοποίηση να ξεφουσκώσει μέσα σε μια βδομάδα, να συσταθεί πραγματικό κίνημα, να λάβει αντιδραστική τροπή και δεξιά χαρακτηριστικά (κάτι διόλου απίθανο), να προκαλέσει ρήγματα στο πολιτικό σύστημα, να απορροφηθεί από κόμματα, να ενσωματωθεί στο σύστημα (είναι οπωσδήποτε άξια προβληματισμού η στήριξη των μμε όπως και η μελλοντική σχέση τους με τις κινητοποιήσεις). Όλα είναι ανοιχτά ενώ οι συζητήσεις αυτές έχουν νόημα μόνο αν συνδέονται με τη κατεύθυνση των κινητοποιήσεων.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα παραμείνει κοινωνική εκτόνωση αν συνολικά ο κόσμος δεν ξεπεράσει το γηπεδικό κλίμα, τις μούτζες και τις βρισιές. Στη πραγματικότητα, για να ευοδωθεί έστω η πρωτοβουλία χρειάζονται πολλά περισσότερα: επιμονή, υπονομή, φωνές και αγκαλιές, συγκρούσεις και συναινέσεις, συγκεκριμενοιηση, σκληρή δουλειά, αλληλεγγύη, δημιουργική διάθεση, συζητήσεις και δράσεις, επεξεργασμένες θέσεις και συγκεκριμένα αιτήματα.

Μπορεί να μην υπήρχε πρότυπη κινηματική και αγωνιστική έξαρση σήμερα, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι κάποιος κόσμος έχει αρχίσει να αντιδρά στο πολιτικό και οικονομικό status quo και να υιοθετεί δομές αυτοοργάνωσης. Για πρώτη φορά μέσα σε τόσα χρόνια απάθειας, κομμάτια της κοινωνίας που δεν είχαν ποτέ ή παρά ελάχιστη σχέση με τη πολιτική και με τη παρέμβαση στο δημόσιο χώρο, προσπαθούν να φτιάξουν κάτι αυθεντικό, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να δηλώσουν πως υπάρχουν. Ας συναντήσουμε επιτέλους τη κοινωνία.