Η Μεγάλη Απάτη

Posted on 16 Απριλίου, 2011 2:55 μμ από

15


Michael Moorcock
The Great Rock ‘n’ Roll Swindle

Ο Νέστωρ Μάχνο, αναρχικός ήρωας της Ουκρανίας, πήρε από το μπαρ άλλο ένα ποτήρι αψέντι και κοίταξε έξω, στην εγκαταλελειμμένη οδό Βοναπάρτη.
Για μένα» είπε «λένε ότι πέθανα στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Μη τα παίρνουμε κι όλα τοις μετρητοίς, λοιπόν, έτσι
Σε καταλαβαίνω απόλυτα» είπε ο Σιντ Βίσιους, ο μπασίστας των Σεξ Πίστολς.
Όλα ήταν ήσυχα κείνο το απόγευμα στο ΚαφεΧέντριξ. Οι Ρομαντικοί Νεκροί ένιωθαν όλοι πολύ άσχημα. Ψυχική κατάπτωση, άραγε; Αν και κάθε φορά που τα τίναζε κι άλλος ένας νεαρός ήρωας ή ηρωίδα υπήρχε γενική αίσθηση ικανοποίησης.

«Εκτός αυτού» είπε ο Μπράιαν Τζόουνς, κιθαρίστας των Ρόλινγκ Στόουνς «έχουμε τώρα κι όλους αυτούς τους θανάτους της δεύτερης και τρίτης γενιάς του ροκ, που είναι όλοι σα να βγήκανε με καρμπόν. Κι υπάρχουν κάποιοι για τους οποίους πολύ αμφιβάλλω αν ήταν πραγματικά μάρτυρες της ιδεολογίας τους».

«Για ποια ιδεολογία μιλάς;» είπε ο Σιντ και βούτηξε ένα κομμάτι πίτα.

«Ξέρεις τώρα, «Οι Ωραίοι Χαμένοι», « Οι Νεκροί Καταφρονεμένοι», «Οι Τραγικές Φυσιογνωμίες». Όλοι αυτοί». Ο Τζόουνς ήταν ασαφής. Προφανώς είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που τα πρωτοσκέφτηκε όλα αυτά. Ο Σιντ συμπέρανε ότι ο Μπράιαν ήταν απλώς αναστατωμένος. Ίσως τον είχε πιάσει πάλι η έμμονη ιδέα του ότι του φάγανε την κιθάρα.

Ο Τζαίημς Ντην πλησίασε κουτσαίνοντας. «Όλ’ αυτά είναι τρίχες. Η ανία μάς έχει καταντήσει σ’ αυτό το χάλι, μάγκες. Άσε και τ’ άλλο. Που οι οπαδοί μας νομίζουν ότι πεθάναμε γι’ αυτούς».

«Μάλλον εξαιτίας τους πεθάναμε». Όλοι γύρισαν να δουν αυτόν που μίλησε. Ήταν ένας απ’ τους πιο παλιούς θαμώνες του ΚαφεΧέντριξ κι απ’ τους πιο σεβάσμιους. Ο Ιησούς Χριστός χαμογέλασε πικρά. «Πιο εύκολα πιστεύει κανείς σε νεκρούς παρά σε ζωντανούς. Κι όταν είσαι νεκρός δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια για να σταματήσεις το μύθο. Αυτό έχω καταλάβει εγώ. Σε θέλουν νεκρό, αδερφέ μου».

Αρκετά κεφάλια κατένευσαν. Αρκετά χέρια σήκωσαν ποτήρια και τα ‘φεραν σε χλωμά χείλη.

«Πάντα σε κουρντίζουν να κάνεις αυτό που θέλει το κοινό» είπε ο Κηθ Μουν, ντράμμερ των Χου, «ακόμα κι όταν δεν το κάνεις με τη θέλησή σου. Περιμένουν βία τους δίνεις βία. Περιμένουν έναν τραγικό θάνατο ορίστε, λοιπόν, τους τον έδωσα».

Ο Τζων Μπόναμ, ντράμμερ των Λεντ Ζέπελιν, κούνησε το κεφάλι του. Κάτι ήξερε κι αυτός.

«Έτσι είναι ο κόσμος του σόου μπίζνες» είπε ο Μάχνο. «Η πίεση σε συνθλίβει. Κουβαλάς στην πλάτη σου τα όνειρα τόσων ανθρώπων.  Ασχέτως αν εσύ δε ζητάς τίποτα παραπάνω από μια καλύτερη ζωή».

«Κι όλοι περιμένουν να λύσεις και το δικό τους πρόβλημα» είπε ο Χέντριξ.

Ο Μάχνο αναφώνησε: «Αυτό δεν είναι αναρχισμός. Χρόνια ολόκληρα τους φωνάζεις να μην ακολουθούν αρχηγούς και ηγήτορες κι εκείνοι σε θαυμάζουν και λένε τι ωραία που τα λες και μπράβο, τι ωραίο σύνθημα. Κι ύστερα έρχονται και σε βρίσκουν και σε ρωτούν, αρχηγέ, τι να κάνω στη ζωή μου;»

«Σ’ όλα μου τα βιβλία έκανα νύξεις για σοσιαλισμό, κομμουνισμό και αναρχισμό» είπε ο Ιούλιος Βερν. «Χρειάστηκε να έρθει η δεκαετία του ’80 για ν’ αρχίσουν να με καταλαβαίνουν».

«Κι εμένα, πολύ που με καταλάβαιναν στη δεκαετία του ’60, που φώναζα ότι θα ‘θελα, προτού πεθάνω, ν’ ακούσω το θρήνο μιας πεταλούδας» συμπλήρωσε με περίσσεια πίκρα ο Τζιμ Μόρισον, ο τραγουδιστής των Ντορς.

«Νομίζουν ότι Αναρχισμός σημαίνει κάποιο είδος επίθεσης, ανταρσίας ή εξέγερσης. Δεν αντιλαμβάνονται ότι σημαίνει συνειδητοποίηση, αυτοσυγκράτηση και αυτοπειθαρχία. Ούτε αφέντης ούτε σκλάβος. Καλά να πάθουμε που γίναμε ήρωες». Ο Μιχαήλ Μπακούνιν είχε κι απόψε τα κέφια του.

«Μη μου πεις ότι δε σ’ άρεσε λιγάκι» του ‘πε ο Μάχνο και του γέμισε το ποτήρι.

«Μερικές στιγμές μονάχα. Τέλος πάντων, είναι κάτι που άμα αρχίσει δε σταματά».

«Πόσο θα ‘θελα να ‘χα ζήσει χωρίς να με ξέρει κανείς, σαν απλός άνθρωπος» είπε ο Χριστός. «Δε θα μου ήταν καθόλου δυσάρεστο, σας διαβεβαιώ».

«Ε, δεν είχατε και τόσους πολλούς δημοσιογράφους στον καιρό σου» είπε ο Σιντ. «Όμως είχες πάρει κι εσύ πολύ ψηλά τον αμανέ, παραδέξου το».

«Εσένα όμως δε σου ‘πε κανείς ότι είσαι γιος του Θεού».

«Εμένα με είπαν Αντίχριστο» είπε ο Μάχνο.

«Έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του ο Τζώνυ Ρότεν, ο τραγουδιστής μας» είπε ο Σιντ.

«Κι εμένα μου ‘δωσαν αυτό το όνομα» είπε ο «Μεγάλος Μοναχικός», ο Νίτσε, «όχι από το ομώνυμο βιβλίο μου, αλλά γιατί έβριζα τους παπάδες και την οργανωμένη θρησκεία. Και τους πλούσιους».

Ο Ιησούς αναστέναξε. «Τίποτα, εγώ φταίω, αδέρφια».

«Εγώ πάντως σε παραδέχομαι» είπε ο Μπράιαν Επστάιν, ο ατζέντης των Μπήτλς. «θα πρέπει να ‘σαι πολύ σπουδαίος για να σηκώσεις στις πλάτες σου τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων».

«Λέτε να είμαστε στην Κόλαση;» αναρωτήθηκε η αδικοχαμένη πανκ τραγουδίστρια Μία Ζαπάτα. Καμιά απάντηση.

«Όλα μια συνωμοσία ήταν». Ο Μαρκ Μπόλαν των ΤΡεξ έσιαξε το μεταξωτό του πουκάμισο.

«Μόλις φύγει ο πόνος έρχεται η ηδονή» είπε ο Σωκράτης.

Ο Αλμπέρ Καμύ τους έκλεισε το μάτι. «Ακούστε τον μεγάλο. Πασχίζουμε να κάνουμε τον θάνατο να φαίνεται κάτι ανώτερο, σημαντικό, ιδανικό. Μην τους κατηγορούμε τους ανθρώπους. Αυτή ήταν η μοίρα μας και η αποστολή μας».

«Πρέπει να αποδεχτούμε το πεπρωμένο μας» είπε ο Νίτσε.

«Και ποιο είναι αυτό; Ο πρόωρος θάνατος;» ρώτησε ο Σιντ.  Ήταν σχετικά καινούριος στο ΚαφεΧέντριξ.

«Τρέλα ή αυτοκτονία;» μίλησε ο Νίτσε.

«Απεικονίζουμε το θάνατο σαν κάτι ευγενές και ρομαντικό». Τον Μπάυρον τον έπιασε πάλι ο βήχας. Η ελονοσία που είχε κολλήσει στο Μεσολόγγι τον παίδευε ακόμη. «Δεν ξέρω καν τι ιδέα έχουν για μένα. Με είπαν δαίμονα. Στην Ελλάδα πάντως με λάτρεψαν. Ο θάνατος, αδέρφια, είναι κάτι σάπιο, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό».

Στην άλλη άκρη του καφενείου, ο Τζην Βίνσεντ, τραγουδιστής του ροκ εν ρολ, έβαλε τα κλάματα.

Ο Νέστωρ Μάχνο ξαναγέμισε το ποτήρι του με αψίνθι και το κατέβασε μονοκοπανιά.

Ο Σιντ τον πλησίασε διστακτικά. «Σου άρεσε καμιά συναυλία μας;» τον ρώτησε.

«Όχι όλα όσα συνέβαιναν εκεί. Στην αρχή, ξέρεις, είχα μεγάλες ελπίδες και περίμενα πολλά από σας ξέρεις, το κοινό θα μπορούσε να ξεσηκωθεί ύστερα από μια συναυλία κι όλα τα καθάρματα αυτού του κόσμου να τα πάρει και να τα σηκώσει». Ο Μάχνο ξαναβούλιαξε στην πολυθρόνα του. «Αλλά, δυστυχώς …. τίποτα…. απολύτως τίποτα».

«Μην απελπίζεσαι, φίλτατε» τον έκοψε ο Σέλλεϋ. «Λένε ότι το πανκ κίνημα θα αναβιώσει».

«Τελικά, εσείς οι ροκάδες ποτέ δεν πειράξατε τα ιερά και τα όσια» είπε με παράπονο ο Μάχνο. «Ίσα που βοηθούσατε το κατεστημένο να τα ‘κονομήσει».

Άλλη μια βραδιά γεμάτη πίκρα στο ΚαφεΧέντριξ.

«Πρέπει κανείς να πεθαίνει μόνος του, ολότελα μόνος του, αλλά και να ζει μόνος του» είπε η τραγουδίστρια της μοναξιάς Τζάνις Τζόπλιν. «Δεν έχουμε εναλλακτική λύση» πρόσθεσε.

«Διάβασες το βιβλίο μου «Ο Μοναδικός και το Δικό του»;» την ρώτησε ο Στίρνερ.

«Οι δικοί μου αναρχικοί ήταν πάντα αθεράπευτα ρομαντικοί» είπε ο Ιούλιος Βερν. «Πού είναι η Ούλρικε Μάινχοφ; Δεν την είδα καθόλου απόψε».

«Οι ήρωές σου, φίλε μου Βερν, δεν ήταν ποτέ ολοκληρωμένοι αναρχικοί» τον έκοψε ο Μάχνο.  «Ήταν όλοι τόσο εξιδανικευμένοι, που θα μπορούσες να τους θεωρήσεις υποκατάστατα θρησκείας. Τα ‘χουμε ξαναπεί αυτά. Βαρέθηκα πια. Μπούχτισα».

Ο Σίντ έχασε πάλι στα χαρτιά. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω, τη γκρίζα ομίχλη της αιωνιότητας.

«Μη στεναχωριέσαι νεαρέ» τον παρηγόρησαν ταυτόχρονα ο Μπάυρον κι ο Τζίμι Χέντριξ, ενώ λίγο πιο πέρα ο Έλβις Πρίσλεϋ έπαιρνε πάλι τα χάπια του. «Δεν τα πήγες κι άσχημα, ξέρεις. Τι λες για τις κονκάρδες «Ο Σιντ είναι αθώος» ή «Ο Σιντ ζει»;»

«Σήμερα ο θάνατος φέρνει πολύ χρήμα» είπε ο Σέλλεϋ. «Όχι όπως παλιά … αν και, δε λέω, βοήθησε στις πωλήσεις των ποιημάτων μου. Ποιος ξέρει τι θα ‘καναν άμα πέθαινα σήμερα. Πόστερς Σέλλεϋ. Στυλό Σέλλεϋ».

«Εγώ δεν είχα καθόλου πρόβλημα μάρκετινγκ» είπε ο Χριστός. «Οι οπαδοί μου όλο αυξάνονταν».

«Ας μην ήμουν εγώ και θα ‘βλεπες τι θα ήσουνα σήμερα» είπε ο Απόστολος Παύλος.

«Είσαι σνομπ» του είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ.

«Χωρίς τις μεσοαστικές τάξεις δεν θα ήσασταν τίποτα» είπε ο Χριστός.

«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα» είπαν ταυτόχρονα ο Σιντ κι ο Μάχνο. «Ούτε και θέλουμε να καταλάβουμε».

Ο Σιντ άρχισε να τραγουδάει το «Αναρχία στο Ηνωμένο Βασίλειο».

«Οι πολιτικά αγράμματοι αρχίζουν τις επαναστάσεις» είπε ο Μάχνο. «Και οι πολιτικά εγγράμματοι τις χάνουν».

«Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα» είπε ο ποιητής Ντύλαν Τόμας.

«Τι θα ‘κανες αγάπη μου» είπε η Νάνσυ στον Σιντ «άμα ξαναζωντανεύαμε;»

«Θα σε πήδαγα!»

«Εγώ θα γινόμουν μηδενιστής» είπε ο Μάχνο.

Ο Νέστορ Μάχνο σήκωσε το ποτήρι του. «Ας πιούμε στην υγεία ενός ακόμη βαρετού απογεύματος μέσα στα άπειρα της αιωνιότητας».

«Άει γαμήσου!» είπε ο Σιντ. Πήγε προς την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει.

«Λυπάμαι, φίλε» είπε ο Σέλλεϋ. «Η πόρτα αυτή εδώ και χιλιάδες χρόνια ανοίγει μόνο από έξω, ποτέ από μέσα. Κατάλαβες; Αδιέξοδο. Πλήρες αδιέξοδο».
____________________________________________________________

Michael Moorcock
«The Great Rock ‘n’ Roll Swindle» (1987)
Μετάφραση: Παύλος Παυλίδης

Η Μεγάλη Απάτη