Μια συζήτηση που διαρκώς αναβάλλεται

Posted on 1 Αυγούστου, 2010 1:13 μμ από

51


Στη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις ένοπλες οργανώσεις και την «τρομοκρατία», η πολιτική συχνά απουσιάζει, τόσο από τον κυρίαρχο λόγο, όσο και από το λόγο της αριστεράς.

του Καπυμπάρα

Τις μέρες που ακολούθησαν το τελευταίο χτύπημα της «Σέχτας Επαναστατών» η δημόσια συζήτηση κινήθηκε σε λίγο – πολύ γνωστά μοτίβα, σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενα, με τα γνωστά μονότονα επαναλαμβανόμενα σε κάθε ανάλογη περίπτωση κλισέ. Κοινό χαρακτηριστικό τόσο του κυρίαρχου λόγου, όσο και του λόγου μεγάλου μέρους της αριστεράς είναι η άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα της δράσης των ένοπλων οργανώσεων, με διαφορετικό, βέβαια, τρόπο και διαφορετικές επιδιώξεις από κάθε πλευρά, που σαν αποτέλεσμα έχει να αναβάλλεται διαρκώς η συζήτηση για τα πολιτικά αίτια και τα αποτελέσματα της δράσης των ένοπλων οργανώσεων.

Ο κυρίαρχος λόγος αποπολιτικοποιεί τη δράση των «τρομοκρατικών» οργανώσεων είτε χαρακτηρίζοντας τους «τρομοκράτες» εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου είτε παρουσιάζοντας κάθε προσπάθεια αναζήτησης των αιτίων μιας τέτοιας δράσης σαν περίπου δικαιολόγηση και συνοδοιπορία. Προτιμά να χαθεί η ευκαιρία η κοινωνία να αναζητήσει τα πώς και τα γιατί, επιδιώκοντας τη θέση μιας τέτοιας συζήτησης να πάρει  ένας φρονηματικός μονόλογος για την ενδυνάμωση του κύρους της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό πως αντιμετωπίστηκε στο παρελθόν από τα ΜΜΕ, την κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη η όλη επιχείρηση εξάρθρωσης της 17Ν, πως έγινε ευκαιρία να ενοχοποιηθεί η αντιδικτατορική δράση, να ξεπλυθεί το προφίλ των Αμερικάνων συμμάχων μας και να πληροφορηθούμε ότι οπλίζουμε το χέρι των τρομοκρατών, όταν μιλάμε για βασανιστές της χούντας και όχι για «απότακτους αστυνομικούς».

Είναι σαφές πως οι εξουσίες δεν επιθυμούν η κοινωνία να στοχάζεται, αλλά προτιμούν να αντιδρά φοβικά και να σκέφτεται με τυποποιημένα σχήματα που έχουν ετοιμάσει άλλοι γι’ αυτήν. Ποιος μπορεί όμως, να είναι ο λόγος που και μεγάλο μέρος της αριστεράς αρνείται, με τον τρόπο του, την πολιτική συζήτηση γύρω από το θέμα;

Ο τρόπος με τον οποίο αποπολιτικοποιείται «από αριστερή σκοπιά» το φαινόμενο, είναι αυτός της κατασκευής αστυνομικού τύπου σεναρίων με την εμπλοκή πραχτόρων, προβοκατόρων, μυστικών υπηρεσιών κ.λπ. Το ζητούμενο βέβαια, δεν είναι να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών και να μη συζητά το ενδεχόμενο της εμπλοκής τους, αλλά να αναρωτηθεί αν είναι σωστό πολιτικά (ή αν είναι τελικά πολιτική αντίδραση) να αναλώνεται σε μία σεναριολογία που δεν μπορεί καν να την αποδείξει, καθώς διαθέτει μόνο ενδείξεις, κι αυτές πολύ υποκειμενικές, και όχι αποδείξεις για να στηρίξει έναν ισχυρισμό, που από τη στιγμή που τον εκφράζει δημόσια έχει και το βάρος της απόδειξής του. Μην έχοντας αποδείξεις, μεγάλο μέρος της αριστεράς δίνει την εντύπωση ότι σεναριολογώντας, δεν απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, αλλά μόνο σε όσους έχουν παρόμοιο τρόπο σκέψης και είναι έτοιμοι να πειστούν, με λίγα λόγια,  μάλλον στο εσωτερικό της.

Στο ερώτημα γιατί γίνεται αυτή η επιλογή, πολλές μπορεί να είναι οι απαντήσεις. Καταρχήν, η άρνηση πολλών αριστερών να αποδεχτούν ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι με αναφορά στην ανατροπή του συστήματος, την επανάσταση ή την κοινωνική δικαιοσύνη, που οι απόψεις τους να απέχουν τόσο ριζικά από τις δικές τους. Για παράδειγμα, για να αναφερθούμε στην επικαιρότητα, η «Σέχτα Επαναστατών» στις προκηρύξεις της βγάζει ένα μίσος για ολόκληρη την κοινωνία, μια χωρίς προηγούμενο αυτοαναφορικότητα και υιοθετεί κάθε «αριστερή βρισιά» (σεχταριστής, μηδενιστής, ατομικιστής, μιλιταριστής κ.λπ.) σαν αυτοπροσδιορισμό. Αυτό, είναι λογικό να οδηγήσει πολλούς να σκεφτούν πως «είναι πολύ ηλίθιοι για να είναι αυθεντικοί», άρα πρέπει να είναι πράχτορες. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για τις ένοπλες οργανώσεις νέας γενιάς δεν μπορούμε να λαμβάνουμε στην ανάλυσή μας ως δεδομένα ούτε όσα για μας είναι αυτονόητα ούτε τα χαρακτηριστικά των οργανώσεων των δεκαετιών του εβδομήντα και του ογδόντα, αφού ζούμε σε μία συγκυρία με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις αιώνων κατεδαφίζονται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Παράλληλα, οι εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό δεν φαντάζουν τόσο πειστικές όσο ήταν άλλοτε, η ίδια η έννοια της συλλογικότητας ξεφτίζει και είναι λογικό να εμφανίζονται φαινόμενα τυφλών βίαιων αντιδράσεων χωρίς σαφή πολιτική στόχευση, αλλά με έντονο ατομικισμό. Ίσως, τελικά, απόψεις σαν αυτές της σέχτας να μην έπρεπε να μας ξενίζουν και τόσο. Πιθανά να τις έχουμε ακούσει και εμείς οι ίδιοι να εκφράζονται από άτομα που κινούνται στις πιο ατομικιστικές παρυφές του αναρχικού χώρου. Άλλωστε, για να συγκροτηθεί μια ένοπλη οργάνωση σαν τη «Σέχτα Επαναστατών», δε χρειάζεται να έχει μαζικό και πειστικό πολιτικό λόγο, αφού δε λειτουργεί με τέτοια κριτήρια. Αρκούν καμιά δεκαριά άτομα με τέτοιες απόψεις και στατιστικά είναι πολύ πιθανό να βρεθούν. Προσωπικά, θεωρώ ότι από τη στιγμή που υπάρχουν αριστερές οργανώσεις που πιστεύουν ότι τον κόσμο τον ελέγχει ο άξονας Μόσχας – Πεκίνου – Τεχεράνης ή που περιμένουν το σοσιαλισμό σαν συνέπεια είτε του πυρηνικού πολέμου είτε της επαφής μας με τους εξωγήινους, δεν θεωρώ απίθανη την ύπαρξη οποιασδήποτε πολιτικής ομάδας.

Το επιχείρημα ότι είναι πράχτορες γιατί επιλέγουν να χτυπήσουν σε μια τέτοια συγκυρία για «να αποπροσανατολίσουν το λαό μας από τα πραγματικά του προβλήματα» είναι προβληματικό γιατί μπορεί να το πει κανείς σε κάθε συγκυρία, αφού πάντα υπάρχουν πραγματικά προβλήματα του λαού. Επομένως, αυτό θα σήμαινε ότι όλες οι ένοπλες οργανώσεις και πάντοτε θα έπρεπε να είναι πράχτορες, πράγμα που έχει διαψευστεί ιστορικά.  Το επιχείρημα αυτό μοιάζει να αγνοεί το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να κάνει εντελώς διαφορετική ανάλυση της συγκυρίας και διαφορετική ιεράρχηση των στόχων του μέσα σ’ αυτήν.

Ακόμα, το ότι η «Σέχτα Επαναστατών» επέλεξε σαν στόχο της τον Γκιόλια και όχι κάποιον δημοσιογράφο πιο γνωστό και πιο εκνευριστικό, μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί χωρίς την αναφορά σε προβοκάτορες, από το γεγονός ότι στο παράλληλο σύμπαν που ζουν τα παιδιά της «Σέχτας» η βασική κοινωνική αντίθεση μπορεί να μην είναι αυτή ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργαζόμενους, αλλά αυτή ανάμεσα στο «Ιντυμίντια» και το «Τρωκτικό». Μπορεί ακόμη να επιλέχθηκε και εξαιτίας της έλλειψης σοβαρής φρούρησής του, πράγμα καθόλου πρωτότυπο, αφού ακόμη και η βασκική ΕΤΑ, οργάνωση με σχετικά σοβαρά ερείσματα στην κοινωνία, αντί να στοχοποιεί βασιλείς και πρωθυπουργούς, κατέληξε να σκοτώνει δημοτικούς συμβούλους της δεξιάς.

Πολλές φορές τα αίτια της προβοκατορολογίας είναι περισσότερο ψυχολογικά. Αν κάποιος  προτιμά οι ενέργειες αυτές να προέρχονταν από μυστικές υπηρεσίες και όχι από κάποιον με παρόμοιες πολιτικές αναφορές μ’ αυτόν, έχει την τάση ασυναίσθητα  να τείνει προς αυτήν την εξήγηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του και τόσο τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.

Η χειρότερη περίπτωση είναι η αναπαραγωγή τέτοιων σεναρίων να γίνεται συνειδητά και με πολιτικό σχεδιασμό από οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς. Αυτό μπορεί να είναι δείγμα πνευματικής νωθρότητας (αποφεύγουμε να αντιπαρατεθούμε πολιτικά με τους ένοπλους και ξεμπερδεύουμε με ένα «είναι πράχτορες»), αλλά είναι πιθανόν να φανερώνει και το φόβο η πολιτική συζήτηση να οδηγήσει και σε δυσάρεστα συμπεράσματα, όπως ότι ο πολιτικός εξτρεμισμός είναι αποτέλεσμα, έστω και δευτερευόντως, πολιτικών ανεπαρκειών και της ίδιας της αριστεράς (η τιμωρία του ρεφορμισμού μας, που έλεγε και ο Λένιν). Είναι δυνατόν επίσης, να προέρχεται από ελιτίστικες αντιλήψεις, που συνυπάρχουν με έλλειψη ιδεολογικής αυτοπεποίθησης και οι οποίες υποτιμούν το λαό και επιχειρούν να τον χειραγωγήσουν. Αυτές οι αντιλήψεις υπονοούν ότι ο λαός είναι μια άβουλη μάζα, που δεν καταλαβαίνει από σύνθετες έννοιες και η προβοκατορολογία είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να «θωρακιστεί» ιδεολογικά απέναντι στους ένοπλους -λες και αν μάθαινε ότι είναι «αυθεντικοί», δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στη χρήση βίας από την πλευρά ενός μαζικού κοινωνικού ή εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και από αυτήν μίας αυτοαναφορικής σέχτας μιλιταριστών και θα γραφότανε σ’ αυτούς. Μπορεί, τέλος, τμήμα της αριστεράς να πιστεύει ότι η συνωμοσιολογία  τη βοηθά να αποφύγει τις κακοτοπιές όταν πιέζεται από την εξουσία να «καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» και να μη φανεί ούτε συνοδοιπόρος των τρομοκρατών ούτε ότι κάνει υποχωρήσεις σε θέματα αρχών (ότι δεν αποκλείει τη χρήση βίας αν χρειαστεί).

Όποια κι αν είναι τελικά η αιτία που μεγάλο μέρος της αριστεράς καταφεύγει σε συνωμοσιολογικά σενάρια -πολλές φορές μάλιστα, συνυπάρχουν περισσότερες από μία- το αποτέλεσμα είναι ότι με ευθύνη και της αριστεράς η επί της ουσίας συζήτηση στην κοινωνία διαρκώς αναβάλλεται και το φαινόμενο αποπολιτικοποιείται, επιτρέποντας την πολιτική του χρήση από τη δεξιά, την πρόσκαιρη διαχείρισή του από την αριστερά και καταδικάζοντας την κοινωνία άλλη μία φορά στο ρόλο του παθητικού θεατή.

Shortlink: http://wp.me/pPn6Y-1WI