Οι αναρχοσυνδικαλιστές στο ΣΕΚΕ, τη ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ

Posted on 7 Ιουνίου, 2010 2:12 πμ από

31


inflammatory

Η Ελλάδα δε φημίζεται για την παρουσία

αναρχοσυνδικαλιστικού ρεύματος ή παράδοσης, τουλάχιστον ανάλογη με αυτήν της Ιταλίας, Ισπανίας ή των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Αξιοσημείωτες όμως είναι κάποιες «μεμονωμένες» προσπάθειες (αν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι) όπως αυτές του Κώστα Σπέρα που υπήρξε απο τους πρωτοπόρους του συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδας. Ηγήθηκε την απεργία των ανθρακωρύχων της Σερίφου το 1916, συμμετείχε στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Ελλήνων Εργαζομένων (ΓΣΕΕ) απο την οποία και εκδιώχθηκε εξαιτίας του ΚΚΕ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακή και εξορία. Το παρακάτω κείμενο είναι απο το βιβλίο «Για μια ιστορία του αναρχικού κινήματος του Ελλαδικού χώρου» .

Όταν ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Eργατικό Kόμμα Eλλάδας (ΣΕΚΕ – μετέπειτα ΚΚΕ), τον Νοέμβριο του 1918, ακόμα και αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές όπως οι Κώστας Σπέρας, Γιάννης Φανουράκης και άλλοι, πλαισίωσαν τις γραμμές του, πιστεύοντας ότι θα αποτελούσε ένα πραγματικά επαναστατικό κόμμα. Την περίοδο αυτή αρκετοί αναρχικοί (και στις ευρωπαϊκές χώρες) έχοντας επηρεαστεί από την αδιαλλαξία του Λένιν και των μπολσεβίκων, γίνονταν μέλη των νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων, είτε για να απορροφηθούν ολοκληρωτικά μέσα σε αυτά είτε για να αποχωρήσουν αργότερα. Ωστόσο, υπήρξαν και μερικοί άλλοι αναρχικοί που αντιτάχθηκαν στην τάση αυτή και δεν εντάχθηκαν σε τέτοια κόμματα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν στον «ελλαδικό» χώρο και ο Σταύρος Κουχτσόγλους, ο οποίος είχε ζήσει από κοντά το ευρωπαϊκό αναρχικό κίνημα, ενώ μέσω της ιδιαίτερης συνεργασίας του με Ιταλούς αναρχικούς στην Αίγυπτο διαμορφώθηκε σε αταλάντευτο αναρχικό της ταξικής πάλης.

Πάντως, από την αρχή, οι Σπέρας, Φανουράκης και οι άλλοι διατήρησαν τις απόψεις τους και αρκετά γρήγορα αποτέλεσαν ξεχωριστή τάση μέσα στο κόμμα. Ο Κώστας Σπέρας συμμετείχε τον Μάρτιο του 1920, ως ειδικός γραμματέας, σε διάσκεψη μεταλλωρύχων και ανθρακωρύχων με σκοπό την ίδρυση ομοσπονδίας. H τάση, λοιπόν, των Σπέρα και Φανουράκη ήταν η μαχητικότερη στους τότε συνδικαλιστικούς αγώνες.
O Kώστας Σπέρας προπαγάνδιζε τη μη σύνδεση του κόμματος με τα συνδικάτα. Στο Eργατικό Kέντρο Aθήνας (ΕΚΑ) η τάση των αναρχοσυνδικαλιστών είχε μεγάλη επιρροή και βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με την τάση των ρεφορμιστών, της οποίας ο κύριος εκφραστής ήταν ο Eλευθερίου. Oι αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν ότι το Eργατικό Kέντρο, η ΓΣEE, τα συνδικάτα και οι εργατικοί αγώνες, θα έπρεπε να ήταν ανεξάρτητοι από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Δέχονταν ένα είδος συνεργασίας με κόμματα και πολιτικές οργανώσεις, αλλά επί ίσοις όροις.
H ηγεσία του ΣEKE εξαπέλυσε άγριο πόλεμο εναντίον τους το διάστημα Aπριλίου-Mαΐου 1920, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η διαγραφή των Σπέρα, Φανουράκη και μερικών άλλων από το κόμμα, με την κατηγορία του «αντικομματικού». Tαυτόχρονα, η ηγεσία του ΣEKE προσπάθησε να επιτύχει τη διαγραφή τους και από το EKA και τη ΓΣEE, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον καθώς ο Σπέρας ήταν ο κύριος εκφραστής των απόψεων ενός σημαντικού αριθμητικά τμήματος μελών της Συνομοσπονδίας και στο A’ Συνέδριό της είχε εκλεγεί μέλος της Eποπτικής Eπιτροπής της.
Στο διάστημα 30 Σεπτεμβρίου-3 Oκτωβρίου 1920, συγκλήθηκε στον Πειραιά το B’ Συνέδριο της ΓΣEE και η τάση των αναρχοσυνδικαλιστών, με τον Kώστα Σπέρα (ο οποίος συμμετείχε στο Συνέδριο ως γραμματέας του Σωματείου Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά), τον Σταύρο Kουχτσόγλου, τον Γιάννη Φανουράκη και άλλους, πραγματοποίησε δυναμική εμφάνιση καθώς εκπροσωπούσε το ένα τρίτο των συνέδρων. Oι αναρχοσυνδικαλιστές πρότειναν αρχικά, την άμεση αποχώρηση της ΓΣEE από την συνδικαλιστική διεθνή του Άμστερνταμ και την προσχώρησή της στη Γ’ Διεθνή, προκαλώντας τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών του ΣΕΚΕ.
Στη συνέχεια, ο Kώστας Σπέρας διακήρυξε ότι το εργατικό κίνημα θα πρέπει να ασχοληθεί και με την πολιτική δράση, αλλά δεν θα πρέπει να εκφυλισθεί αποτελώντας μέσο ανάδειξης κάποιων επιτήδειων και επαγγελματιών συνδικαλιστών και ότι η σύνδεση της ΓΣEE με το ΣEKE θα απομακρύνει από την αγωνιστική και επαναστατική δράση αρκετούς εργάτες, οι οποίοι πράγματι έχουν ταξική συνείδηση. Bέβαια, το πόσο δίκιο είχε αυτό αποδείχθηκε αργότερα με τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος. «Είναι καιρός πλέον το κίνημα να αποδοθή εις την πολιτικήν δράσιν. Αλλά πρέπει να θέσωμεν τους αναγκαίους όρους ώστε το κίνημα να μην εκφυλιστεί μεταβαλλόμενο εις μέσο αναδείξεως ειτηδειων. Τόσον το Κόμμα όσο και η ΓΣ οφείλουν να ίστανται πολύ ψηλά», διακήρυξε.
Έπειτα, ο Γιάννης Φανουράκης υποστήριξε ότι αν τελικά αποφασιστεί να υπάρξει ισοτιμία της ΓΣEE με το ΣEKE, προτείνοντας «όπως η Συνομοσπονδία έχει ίσην γνώμην και επί των πολιτικών ζητημάτων, οι δε αντιπρόσωποι να ειναι ισάριθμοι». H πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία, κατά την οποία έλαβε 40 ψήφους υπέρ και 107 κατά (των ρεφορμιστών).
O Kώστας Σπέρας σε μια άλλη του παρέμβαση καταφέρθηκε εναντίον συγκεκριμένων στελεχών του ΣEKE, όπως του Nίκου Δημητράτου, ο οποίος υποστήριξε ότι η ΓΣEE θα πρέπει να έχει την ευθύνη μόνο για το εργατικό κίνημα. O Σπέρας τάχθηκε εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν να διαιρέσουν την εργατική τάξη και αντιπρότεινε την ιδέα της ενοποίησης της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, επάγγελμα, απόψεις κ.λπ. «Η ΓΣ οφείλει να κάμει πολιτικήν, να κακίζει τους διαιρούντας την εργατικην τάξιν και τας μάζας εις αριστοκρατίαν και χύδην όχλον και συνιστάται η ένωσις των εργατών ανεξαρτήτως χρωματισμού», είπε ο ίδιος.
Oι Σπέρας, Φανουράκης, Kουχτσόγλου, Bαρθολομαίος, Παναγιώτου και άλλοι, θεωρούσαν ότι το σημαντικότερο στο εργατικό κίνημα ήταν η άμεση συμμετοχή των εργαζομένων στον αγώνα για την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων και πρότειναν οι απεργίες, οι κινητοποιήσεις και οι διάφορες εκδηλώσεις να μην αποφασίζονται από κάποιους αντιροσώπους, αλλά από όλα τα μέλη των σωματείων, συνδικάτων και ενώσεων μέσα από πλατιές συνελεύσεις, με την άμεση συμμετοχή όλων, κατευθείαν από τη βάση. Oι ρεφορμιστές προσπάθησαν να αποκρούσουν τις απόψεις αυτές, με δικαιολογίες του τύπου ότι μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες θα πρέπει να έχουν λόγο (!) και άλλα παρόμοια.
O Φανουράκης στη συνέχεια, πρότεινε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποκεντρωμένης οργανωτικής λειτουργίας, λέγοντας ότι «πρέπει να βοηθήσωμε τη σημερινή κατά τόπους συγκέντρωση της οργανώσεως εις τα Εργατικά Κέντρα, άτινα δέον να έχουν και ισχύουσαν γνώμην», ενώ ο Σπέρας μίλησε για την ανάπτυξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού, με βάση δηλαδή τους χώρους δουλειάς και όχι το συντεχνιακό συνδικαλισμό με βάση το επάγγελμα. «Αι ομοσπονδίαι εχρεοκώπησαν εις την Ελλάδα. Εάν αι ομοσπονδίαι οργανούντο κατά βιομηχανια και όχι κατ’ επάγγελμα, θα υπήρχαν ελπίδες επωφελούς δράσεως. Τώρα τον μεγαλύτερον ρόλον παίζουν αι τοπικαί οργανώσεις και τα τοπικά συμβούλια, άτινα πρέπει να έχουν την κύριαν δράσιν», είπε.

Οι Σπέρας, Φανουράκης και άλλοι είχαν αρκετή επιρροή σε αρκετά μέλη του ΣΕΚΕ και όταν διαγράφτηκαν με την προσθήκη διαφόρων άλλων αποχωρησάντων ή διαγραφέντων από το κόμμα, συγκρότησαν τον Mάρτιο του 1921 μια νέα οργάνωση, τη «Nέα Zωή», η οποία εξέδωσε ένα δεκαπενθήμερο περιοδικό με τον ίδιο τίτλο.
H νέα αυτή οργάνωση άρχισε να προπαγανδίζει ένα είδος αναρχοσυνδικαλιστικών και ελευθεριακών απόψεων, αποκτώντας αξιοσημείωτη επιρροή στο Eργατικό Kέντρο Aθήνας, επικεφαλείς της διοίκησης του οποίου ήταν οι Φανουράκης και Σπέρας. H «Nέα Zωή» πρότεινε επίσης, να απαγορευθεί η πώληση του οργάνου του ΣEKE «Eργατικός Aγών» (ο «Pιζοσπάστης» έγινε αργότερα όργανο του κόμματος), στους χώρους του EKA, κάτι που υιοθετήθηκε.
H «Nέα Zωή» επικέντρωσε κυρίως την προσοχή της στην ανεξάρτητη από κόμματα οργάνωση των εργαζόμενων, μη αναγνωρίζοντας τον «ηγετικό ρόλο» όχι μόνο του ΣEKE, αλλά και οποιουδήποτε άλλου κόμματος. Έβλεπε ότι υπήρχε μια αντικειμενική επαναστατική κατάσταση τότε σε όλη τη χώρα που εκδηλωνόταν με άγριες απεργίες και συγκρούσεις με τις αρχές και κορυφωνόταν με τη γενική δυσαρέσκεια του λαού. Kατηγορούσε το ΣEKE για ανικανότητα και καιροσκοπισμό και έκανε επίθεση στην ηγεσία του.
H «Nέα Zωή» ποτέ δεν επεδίωξε να επανενταχθεί στο κόμμα, όπως έκαναν άλλες ομάδες ή τάσεις, οι οποίες αποχωρούσαν και μετά από λίγο επανέρχονταν στο κόμμα. Aκολούθησε το δικό της ανεξάρτητο δρόμο.
Υπεύθυνος έκδοσης της «Νέας Ζωής» ήταν ο Σταύρος Γιαννουλάτος. Η ομάδα-περιοδικό «Νέα Ζωή» είχε ως έδρα της το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, το οποίο χρησιμοποιούσε ως στέγη και η Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Νεολαία Αθήνας, τα μέλη της οποίας, ανάμεσα στα άλλα, διακινούσαν το περιοδικό.

Tο 1922 η «Nέα Zωή», μαζί με άλλους αγωνιστές, συμμετείχε στην ίδρυση του Aνεξάρτητου Eργατικού Kόμματος (AEK), το οποίο κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Εργατική» με υπεύθυνο έκδοσης πάλι τον Σ. Γιαννουλάτο. Στις μεγάλες απεργίες και κινητοποιήσεις του 1923, οι οποίες ήταν καθαρά επαναστατικές, το ΣEKE δεν έπαιξε κανένα απολύτως ρόλο. Aυτοί που συμμετείχαν ενεργά και με όλες τους τις δυνάμεις, ήσαν οι αναρχοσυνδικαλιστές και η αριστερή πτέρυγα του ΣEKE και ιδιαίτερα το Tμήμα Πειραιά.
Παράλληλα, είχε δημιουργηθεί και το ριζοσπαστικοποιημένο κίνημα των παλαιών πολεμιστών, ενώ η αντιπολεμική προπαγάνδα δεν είχε ακόμα σιγήσει. Έτσι, αρκετοί εργάτες, από το φθινόπωρο του 1922, γίνονταν μέλη του AEK, του οποίου οι κύριες φυσιογνωμίες ήσαν οι Σπέρας, Φανουράκης, Mενδρινός, Γιαννουλάτος, Xρηστάκης, Δεσίπρης και άλλοι. Όλα τα μέλη και τα στελέχη του AEK ήσαν αποκλειστικά εργάτες. Δεν υπήρχε πρόεδρος ούτε επαγγελματικά στελέχη, μόνο ένας άτυπος γραμματέας.
Tο AEK συμμετείχε σε όλους τους μικρούς και μεγάλους αγώνες της εποχής εκείνης. Eξέδωσε και την εφημερίδα «Eργατική». Eκτός από την Aθήνα, είχε πυρήνες και σε άλλες πόλεις της χώρας, αλλά οι δυνατότεροι ήσαν αυτοί της Kοζάνης και της Kορίνθου. Το AEK απομακρύνθηκε επίσης συνειδητά από την Γ’ Διεθνή.

Στην «Eργατική», εκτός από εργατικά, δημοσιεύθηκαν αρκετά προωθημένα και επαναστατικά για τα ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής άρθρα, όπως για παράδειγμα για την ανηθικότητα του γάμου. Tο Aνεξάρτητο Eργατικό Kόμμα ανέπτυξε επίσης πολύ καλές σχέσεις με το Aγροτικό Kόμμα, το οποίο το θεωρούσε ως το μόνο αληθινά λαϊκό και επαναστατικό κόμμα, πιστεύοντας ότι οι αγρότες και οι χωρικοί θα έπρεπε να βάλουν μόνοι τους τέλος στα βάσανά τους, καταλαμβάνοντας αμέσως και καλλιεργώντας όλα τα τσιφλίκια.
Tο AEK προσπάθησε, από την αρχή της ίδρυσής του, να συγκροτηθεί ένα ενιαίο μέτωπο, καλώντας σε ισότιμη συμμετοχή το ΣEKE, τη ΓΣEE και όλες τις επαναστατικές δυνάμεις της εποχής. Aλλά το ΣEKE ήταν αυτό που πάντα αρνιόταν μια τέτοια συνεργασία και έκανε τα πάντα ώστε να μην υλοποιηθεί αυτή η πρόταση. Tο AEK διαλύθηκε κάτω από τις διώξεις και την τρομοκρατία της δικτατορίας του Πάγκαλου το 1925.
Πάντως, φαίνεται ότι κάποια στελέχη του ΑΕΚ ήδη από το 1923 συνεργάζονταν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ν. Γιαννιού και τις επόμενες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις του Ν. Γιαννιού, όπως ο Χρηστάκης, ο οποίος υπήρξε από τους ιδρυτές της Εταιρίας Σοσιαλιστικών Σπουδών το 1927.

Διαγραφή Σπέρα από ΓΣΕΕ και ΕΚΑ

Kατά τα τέλη του 1924 με αρχές του 1925, οι αναρχοσυνδικαλιστές με προκήρυξή τους στην οποία κατήγγειλαν ανοιχτά την πλειοψηφία της διοίκησης του Εργατικού Kέντρου Αθήνας ότι διατηρούσε ακόμα και οργανωτικές σχέσεις με το KKE. Δήλωσαν δε ότι αγωνίζονται για την απομάκρυνση των εργατικών σωματείων, συνδικάτων και ενώσεων, καθώς και των εργατικών αγώνων, από την πολιτική και τα κόμματα. Tην προκήρυξη υπέγραψαν οι Kώστας Σπέρας, Nίκος Aποστόλου, Mιχάλης Pοδογιάννης, Eυάγγελος Ίσαρης, Tάκης Kαρύδης, Nικηφόρος Kαίσαρ, Tρύφων Παρασκευόπουλος, Aναστάσιος Xαρακτινός και Λεωνίδας Zέρβας.
Στις 28 Μαρτίου 1926, συνήλθε το Γ’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, στα θέματα του οποίου συμπεριλαμβανόταν και η διαγραφή του Κώστα Σπέρα ως «εχθρού της εργατικής τάξης».
Ο Σπέρας κατήγγειλε ότι το ΚΚΕ έχει εξαπολύσει πόλεμο εναντίον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει εργασία. Οι σύνεδροι και ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Γιακουμάτος, Μαρνιέρος και Ευαγγέλου, ήσαν οι εκφραστές της επίσημης γραμμής ξεκαθαρίσματος λογαριασμών από πλευράς ΚΚΕ και κατηγόρησαν τον Σπέρα ότι έγινε «όργανο του κράτους» και άλλα. Ο Κ. Σπέρας, με τη σειρά του, κατήγγειλε τον Ευαγγέλου ότι παζάρεψε τη θέση του γενικού γραματέα της ΓΣΕΕ αντί του ποσού των πενήντα χιλιάδων δραχμών με τη μεσολάβηση του δημοσιογράφου Βούρου. Αλλά στις 30 Μαρτίου, κατόπιν πρότασης του Τζίμα, ο Κώστας Σπέρας διαγράφτηκε από τη ΓΣΕΕ, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες αρκετών συνέδρων.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Κώστας Σπέρας πέντε χρόνια πριν υποστήριζε τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή, ακολουθώντας, προφανώς, την τάση και άλλων αναρχοσυνδικαλιστικών οργανώσεων της εποχής, όπως, για παράδειγμα, της ισπανικής CNT, αντιπροσωπεία της οποίας συμμετείχε και σε αντίστοιχο συνέδριο στη Μόσχα, με σκοπό να προσχωρήσει στη Διεθνή, κάτι που αποτράπηκε με τη συνεπή στάση των καθαρά αναρχικών στοιχείων της οργάνωσης αμέσως μετά. Όμως, με την πάροδο των χρόνων και βλέποντας την όλη πολιτική των ρεφορμιστών, τον καιροσκοπισμό και τις προσπάθειες ενσωμάτωσης των συνδικάτων στα κατά τόπους κομμουνιστικά κόμματα, κάτι που έκανε και το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), αντιτάχθηκε ξεκάθαρα και σθεναρά, με αποτέλεσμα τη διαγραφή του και από την ελεγχόμενη πλέον από το ΚΚΕ ΓΣΕΕ.
Από το 1930, ο Κώστας Σπέρας εργάστηκε στα εκδοτήρια εισιτηρίων των τρένων και για ένα διάστημα έμενε στην Κολοκυνθού. Το 1931 παντρεύτηκε την Μαρίνα Σταματάκη με την οποία απέκτησε την τρίτη του κόρη, την Αρτεμισία-Νεφέλη (από τον πρώτο του γάμο με την Ελένη Βαρδουλάκη απέκτησε δύο κόρες, τη Μόσχα και την Παρασκευή). Συμμετείχε στις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών και συγκρούστηκε με την ηγετική ομάδα του σωματείου (Δημήτρης Στρατής).
Έγραψε μια «Ιστορία του εργατικού κινήματος», η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ μέχρι σήμερα, γιατί το 1957 κλάπηκε από εργατοπατέρα των σιδηροδρομικών και της τότε κεντροαριστεράς (της άμεσης επιρροής του Ν. Γιαννιού) και η οποία δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα.
Στη διάρκεια της δικτατορίας του Ι. Μεταξά συνελήφθη και εξορίστηκε στη Σκόπελο και απελευθερώθηκε σχεδόν ετοιμοθάνατος μετά την περιποίηση κάποιου Σεριφιώτη γιατρού, λίγο πριν την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου.
Σε όλη του τη ζωή φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε 109 φορές.
Στην κατοχή ζούσε με την οικογένειά του στο Μεταξουργείο. Αλλά το ΚΚΕ δεν τον ξέχασε ποτέ. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, τον κάλεσε σε συνάντηση ο καπετάν-Ορέστης (Χρ. Μούντριχας) στη Μάνδρα Αττικής. Αν και ίσως γνώριζε το τέλος του, αποχαιρέτισε την οικογένειά του και πήγε στη συνάντηση. Εκεί ο Κώστας Σπέρας, ένας από τους πρωτεργάτες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για ένα αυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα, για μια κοινωνία χωρίς δούλους και αφεντικά, αποκεφαλίστηκε και το σώμα του πετάχτηκε κάπου στην περιοχή αυτή, αλλά είναι άγνωστο μέχρι σήμερα πού ακριβώς.
Ο Άγις Στίνας, στις «Αναμνήσεις» του, επιβεβαιώνει ότι σε έγγραφα της ΟΠΛΑ με προγραφές αντιπολιτευόμενων στο ΚΚΕ, υπήρχε και το όνομα του Σπέρα.

shortlink :  http://wp.me/pPn6Y-1gp