Pina Bausch

Posted on 17 Απριλίου, 2011 8:59 μμ από

4


Στις 24 του Άπρίλη η πρεμιέρα της ταινίας  «Pina».Ο γνωστός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς παρουσιάζει μια ταινία τρισδιάστατης προβολής για τη ζωή και το έργο της μεγάλης Γερμανίδας χορογράφου Πίνα Μπάους, που πέθανε το καλοκαίρι του 2009. Το φιλμ προβλήθηκε επίσης στο 61ο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.

Ο Βέντερς παρασύρει τον θεατή σε ένα μαγευτικό ταξίδι ανακάλυψης σε μία νέα διάσταση: κατευθείαν πάνω στη σκηνή με τη θρυλική χορογράφο, αλλά και έξω από το θέατρο, στην πόλη του Βούπερταλ, στο μέρος που για 35 χρόνια ήταν το κέντρο δημιουργικότητας της Πίνα Μπάους.

Ο Βιμ Βέντερς μιλάει για την Πίνα και την ταινία ….

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα χορού (29 Απριλίου) το Goethe-Institut Athen παρουσιάζει την Τρίτη 3 Μαίου 2011, 20:30 στην αίθουσα των εκδηλώσεών του (Ομήρου 14-16, Τηλ. 210 3661000) τρεις ταινίες από και με την Pina Bausch.(είσοδος ελεύθερη)


«Το ουσιώδες πρόβλημα είναι ότι η ζωή δεν μπορεί πάντοτε να χορευτεί με παραδοσιακές αισθητικές φόρμες».

«Αναζητώ να μιλήσω για τη ζωή που μας περιβάλλει, για την ύπαρξη, για μας»

Η αλήθεια είναι ότι με το δικό της χοροθέατρο-μια προσωπική φόρμα θεάματος που κατόρθωσε να υπερβεί τις συμβατικές κατηγοριοποιήσεις και ετικέτες-η δημοφιλέστερη επίγονος του εξπρεσιονιστικού χορού στη Γερμανία διαδραμάτισε εξαιρετικά καίριο ρόλο τόσο στη χορευτική όσο και στη θεατρική σκηνή, όσο και αν τα πρώτα έργα της προκάλεσαν αντιδράσεις μεταξύ τόσο του κοινού όσο και των ειδημόνων.

Γεννημένη στις 27 Ιουλίου 1940 στη βιομηχανική πόλη Ζόλινγκεν της Γερμανίας, η  Pina Bausch είχε δηλώσει κάποτε πως δεν ήταν μαθήτρια κανενός. Τις σπουδές της, ωστόσο, τις ξεκίνησε σε ηλικία 14 ετών στην Ακαδημία Folwgang της Εσσης υπό τη διεύθυνση του Kurt Jooss, εκ των ιδρυτών του γερμανικού εξπρεσιονιστικού χορού. Μία άλλη μεγάλη επιρροή της στάθηκε η Νέα Υόρκη, όπου ταξίδεψε σε ηλικία 19 ετών. Σπούδασε στη φημισμένη Juilliard School-όπου την άνοιξη του 2006 της απονεμήθηκε ο τίτλος της διδάκτορος Καλών Τεχνών-και συνεργάστηκε με διάφορα συγκροτήματα.
Εν τούτοις, ήταν η ίδια η πόλη που την εντυπωσίασε ιδιαιτέρως. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν βιογραφικά της σημειώματα, αισθάνθηκε ότι αυτή καθαυτή η κατεύθυνση της ζωής της καθορίστηκε από τα δύο χρόνια που παρέμεινε εκεί. «Η Νέα Υόρκη είναι σαν ζούγκλα αλλά ταυτόχρονα σου παρέχει και ένα αίσθημα απόλυτης ελευθερίας» είχε πει κάποτε. «Στη διάρκεια αυτής της διετίας βρήκα πραγματικά τον εαυτό μου». Επιστρέφοντας στη χώρα της το 1962 ενίσχυσε αποφασιστικά την αναβίωση του σύγχρονου χορού στη μεταπολεμική Γερμανία, ενώ το 1973 ίδρυσε το Χοροθέατρο του Βούπερταλ. Η  Bausch γρήγορα πείστηκε για τον ρόλο της Τέχνης ως «οχήματος» κοινωνικής κριτικής.

“ Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι,αλλά το τι τους κινεί ”

Παράλληλα,όπως ο Μπέρτολντ Μπρεχτ,έτσι και  η   ίδια ήθελε οι θεατές της να σκέπτονται ό,τι βλέπουν και ακούνε και να βγάζουν τα προσωπικά τους συμπεράσματα. Ανέμενε, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές, ένα είδος καταδίκης για τις αδικίες της ζωής,κυρίως αυτές τις οποίες υπέφεραν οι γυναίκες.

«Στη σκηνή, αν όχι στην ίδια  τη ζωή,έγινε  μια φεμινίστρια-ακτιβίστρια» έχει γραφτεί κάπου χαρακτηριστικά, έστω και αν η ίδια έχει δηλώσει επιφυλακτική ως προς τον όρο «φεμινισμός». Υπερασπίστηκε το θηλυκό απέναντι στο αρσενικό καθώς, κατά την άποψή της, το δεύτερο ήταν «ένα επιθετικό στοιχείο της κοινωνίας».

Σε ό,τι αφορά τα έργα της, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατάφερε να υπερβεί τα όποια όρια τεχνικής και «σύλληψης», ενώ η «δύναμη» της παρουσίας της στη διεθνή σκηνή ήταν πράγματι μοναδική και κατόρθωσε να εμπνεύσει πολλούς άλλους χορογράφους στην Ευρώπη.
Ο ρόλος του χορογράφου που απλώς ασχολείται με βήματα και κινήσεις «υποταγμένες» σε έναν συγκεκριμένο κώδικα δεν της αρκούσε. Αυτό που τη γοήτευε είναι η αιτία που ωθεί τους ανθρώπους να κινούνται και όχι αυτός καθαυτός ο τρόπος κίνησής τους.
Η Pina Bausch, η οποία σπούδασε κλασικό χορό και αποφάσισε σύντομα ότι δεν την ενδιέφερε, δημιούργησε το δικό της λεξιλόγιο κινήσεων, αφού η ίδια είχε δηλώσει το 1968: «Δεν θέλω να μιμηθώ κανέναν. Ό,τι κινήσεις ήξερα δεν ήθελα να τις χρησιμοποιήσω», μιλώντας για το πρώτο χορόδραμά της, το “Fragment”, σε μουσική Bela Bartok με την ομάδα της Wuppertal Tanztheater. Με αυτό το νέο «χορολόγιο» κινήσεων, με μια στροφή του ώμου, μια κίνηση του χεριού, ένα λύγισμα, τεμάχισε τη ζωή, το θάνατο, το σύμπαν σε κομμάτια και τα ξανασυναρμολόγησε –σαν κάθαρση–, φορτίζοντάς τα με ερωτηματικά και δίνοντάς μας το κλειδί για τη σοφία. Μας έκανε δυνατούς και αδύναμους, πλούσιους και φτωχούς, αλλά μυημένους.

Στη ζωή της την είπαν “αμφιλεγόμενη”, εισέπραξε αρνητικές κριτικές και απόρριψη στην αρχή της καριέρας της, την αποκάλεσαν ακόμη και “πορνογράφο του πόνου”. Ίσως αυτά είναι το τίμημα για κάθε ρηξικέλευθο καλλιτέχνη, όταν ενοχλεί τη μέχρι τότε “κατεστημένη σκέψη” στο χώρο του.Στην αρχή η τοπική κοινωνία δυσφορεί από τις φαινομενικά ακατέργαστες και ρηξικέλευθες εικόνες που βλέπει στη σκηνή. Νιώθει αμηχανία μπροστά στον αντικομφορμισμό της Μπάους.

«Η τέχνη είναι ένα όχημα για κοινωνική κριτική.Ποτέ δεν πρέπει να γίνει μέσο εξωραϊσμού της πραγματικής ζωής» θα πει.

Βάζει τους χορευτές της να μιλούν, να τραυλίζουν, να φωνάζουν ακατάληπτα. Η σκηνογραφία της είναι πρωτοποριακή. Στην Ιεροτελεστία της άνοιξης γεμίζει τη σκηνή με βρύα ώστε οι θεατές να βλέπουν, να ακούν και να μυρίζουν την πρωταγωνίστρια της παράστασης Γη. Οι αντιδράσεις για τις μεθόδους, αλλά κυρίως για τη θεματολογία της είναι πολύ εχθρικές. Της στέλνουν απειλητικά γράμματα, την προπηλακίζουν, αρχίζουν να αναρωτιούνται αν τα κονδύλια της πόλης αξιοποιούνται σωστά. Δεν θέλει να ευχαριστήσει τους θεατές. Θέλει να τους κάνει να σκεφτούν και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Μετά τις αντιδράσεις σκέφτεται να εγκαταλείψει το Βούπερταλ για το Παρίσι, αλλά τελικά μένει και για χρόνια δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί τους συμπολίτες της. Σχολιάζει την αποξένωση και την κενότητα της σύγχρονης ύπαρξης. Μιλάει για άβολα πράγματα και σκιαγραφεί χαρακτήρες της καθημερινότητας, δεν την ενδιαφέρουν η λυρικότητα και ο ηρωισμός. Η εχθρότητα της τοπικής κοινωνίας σταδιακά μετατρέπεται σε ανοχή και συγκατάβαση, μέχρι που το παγκόσμιο κοινό αναγνωρίζει την τεράστια σημασία της τέχνης της. Το 2003 η πόλη της παραδίνει το χρυσό κλειδί της.
Οι ανασκαφές στις ασυνέχειες του ασυνειδήτου θα αποτελέσουν γι’ αυτήν εργαλείο δημιουργίας. Στο αυτοβιογραφικό Café Müller (1978) -με το οποίο μάς συστήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1987  υπάρχει μια εικόνα, πεμπτουσία όλης της μετέπειτα δημιουργίας της: ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια καφενείου που πνίγουν τη σκηνή ξεπροβάλλει αθόρυβα μια γυναικεία σιλουέτα (Πίνα Μπάους), σαν οπτασία, χαμένη στην υπνοβατική της μοναξιά να προσκρούει επανειλημμένα πάνω σ’ ένα τοίχο. Μια άλλη γυναίκα πέφτει κατ’ επανάληψη στα χέρια ενός άνδρα (Ντομινίκ Μερσί) που αντί να την κρατήσει, την κοιτάζει απαθής καθώς σηκώνεται από το έδαφος και προσπαθεί να βρεθεί κοντά του ξανά και ξανά..

«Μου έχουν εκμυστερευτεί οι χορευτές της ότι πολλές φορές τους άφηνε στο σκοτάδι, γιατί ήθελε να βρίσκουν μόνοι τον εαυτό τους, αλλά και την αλήθεια κάθε κίνησης», λέει ο Βέντερς

«Το Café Müller αφηγείται ιστορίες για τη μοναξιά, αλλά και για την αναζήτηση ενός άλλου χορού, ενός άλλου θεάτρου, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο πια να αναπαριστά μόνο και διαρκώς τη “λεία’ επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά φωτίζει τον βυθό των αισθημάτων», γράφει ο θεωρητικός Νόρμπερτ Σέρβος.
Με αφετηρία ότι «το καινούργιο στην τέχνη κατοικεί στη ζωή», αλλά και με σπάνια διαύγεια, η Πίνα Μπάους έφερε τις πιο ακραίες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης στο προσκήνιο, ξεγυμνώνοντας, ανατέμνοντας και, κυρίως, ερχόμενη σε ρήξη με προϋπάρχουσες θεατρικές συμβάσεις, αρεστές στο κοινό. Είναι η μεγάλη τομή που επέφερε στην ιστορία του χορού αλλά και του θεάτρου, έτσι ώστε να μιλάμε για την προ και την μετά Μπάους εποχή. Επινόησε μια νέα μορφή θεάματος, το χοροθέατρο, που διαφεύγει των κατατάξεων. Δεν είναι ούτε χορός ούτε θέατρο, πρόκειται ίσως για την πιο γνήσια ανατροπή του θεάτρου μέσω του χορού. Σε αυτή τη διαδοχή σκετς και σκηνικών παιχνιδιών που παρουσιάζει, μπορεί κανείς να βρει κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας μικρόκοσμος με τους φόβους, τις ελπίδες, τις ματαιότητες, τις επιθυμίες ή τις αναμνήσεις που μας κατοικούν. Το μοντάζ αυτού του υλικού βασισμένο στην επανάληψη και την απουσία αφηγηματικής συνέχειας, ρίχνει μοναδικά φως στην συνταρακτική γελοιότητα των ανθρώπινων στερεότυπων, στην απωθημένη επιθετικότητα που συγκαλύπτουν, επιτηδευμένα, ανώδυνες χειρονομίες. Έτσι παίρνει σάρκα και οστά το «συνειδητό ταξίδι στο ασυνείδητο».Πολλοί της καταλόγισαν ότι θέλησε να περιθωριοποιήσει το χορό στα έργα της. Στην ουσία αμφισβήτησε τον παραδοσιακό ρόλο του χορογράφου που ασχολείται με βήματα και κινήσεις κωδικοποιημένες. «Αναζητώ να μιλήσω για τη ζωή που μας περιβάλλει, για την ύπαρξη, για μας. Και το πρόβλημα είναι ότι η ζωή δεν μπορεί πάντα να χορευτεί με τις παραδοσιακές αισθητικές φόρμες», έλεγε.

«Αναζητώ να μιλήσω για τη ζωή που μας περιβάλλει, για την ύπαρξη, για μας. Και το πρόβλημα είναι ότι η ζωή δεν μπορεί πάντα να χορευτεί με τις παραδοσιακές αισθητικές φόρμες»,

Δεν ήταν ούτε η ορχήστρα, ούτε η μουσική του Gluck, ούτε τα ευφάνταστα ντεκόρ, ούτε η τέχνη του κάθε σολίστα χορευτή. Ήταν αυτή η μαγεία που ανέδυε – υπό τη διδασκαλία της και σ’ ένα μυστηριακό χώρο – το corps de ballet, αυτές οι γυναικείες μορφές που σπάραζαν όπως οι ψυχές στον Άδη, αυτή η απίστευτη αισθητική του “θλιμμένου κορμιού”, όπως την είχαν βαφτίσει…
Τον τελευταίο καιρό, προετοιμαζόταν να δουλέψει με τον σκηνοθέτη Wim Wenders πάνω σε ένα project, το πρώτο 3-D κινηματογραφημένο χορευτικό, με το όνομα «Pina».
Μέχρι τον θάνατό της πριν μερικές ημέρες δεν σταμάτησε να χορεύει, να σκηνοθετεί και να σχολιάζει τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από το χοροθέατρο. Πριν μερικά χρόνια, στην απονομή του βραβείου του Κιότο, δήλωσε: «Έχω ακόμα υπερβολικά πολλά σχέδια για το μέλλον».
Η μεγάλη Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος πέθανε στα 68 της, στις 30 Ιουνίου 2009 , στο Wupertal, όπου είχε για χρόνια τη βάση της. Μόλις πέντε μέρες πριν της είχαν διαγνώσει καρκίνο, ενώ ήταν ακόμα ακμαία και εμφανιζόταν διακριτικά και στη σκηνή. Αποφάσισε να “φύγει” και “κατέβασε τους διακόπτες”, αυτοκτόνησε, έγιναν όλα ραγδαία και δεν πρόλαβε καν να το συνειδητοποιήσει – δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ…

Οι άνθρωποι όμως αυτοί – με την τόση (εσωτερική) λάμψη – αξίζουν, έστω και για ένα λεπτό, τη σκέψη μας. Γιατί πήραν ένα “θεϊκό” χάρισμα και το μετέτρεψαν με πολύ κόπο και ίσως στέρηση και πόνο, σε προσφορά τέχνης και ψυχής, σε μας τους υπόλοιπους. Ας υποκλιθούμε λοιπόν και μεις στην Pina Bausch, όπως υποκλίθηκε κι αυτή – τελευταία φορά στο ελληνικό κοινό – πέρσι στην Επίδαυρο
Από το Παρίσι, όπου η Bausch συχνά εμφανιζόταν για παραστάσεις, ο Δήμαρχος της πόλης Bertrand Delanoe και ο υπουργός Πολιτισμού Frederic Mitterrand, εξέδωσαν συλλυπητήριες δηλώσεις. «Ο κόσμος του χορού θρηνεί σήμερα τον χαμό μίας εκ των πιο λαμπρών εκπροσώπων του», είπε ο Mitterrand.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

πηγές:

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=267680

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=267944

http://www.mindradio.gr/scene.php?t=music&id=4719

http://www.dancenews.gr/dancepedia/prosopikotites/bausch.html

Πίνα Μπάους (Pina Bausch) , αφιέρωμα (Εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών).

http://www.athensvoice.gr/the-paper/article/265/pina-bausch

http://www.imdb.com/find?s=all&q=Pina+Bausch+

rethnea

============================================================================

Pina Bausch