Soléa Montoya

Posted on 5 Ιουνίου, 2014 8:31 μμ από

9


Federico Garcia Lorca

Κοντά ογδόντα χρόνια πέρασαν, μια ολάκερη ζωή, από τότε που οι τσιγγάνοι του Αλμπαϊσίν προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους αιμάτινους λεκέδες από τους ασπροβαμμένους τοίχους των σπιτιών τους κι οι νάρδοι σιγομουρμούριζαν πένθιμα τραγούδια, τα τραγούδια που συντρόφεψαν την ταφή του ποιητή Λόρκα, την ταφή της Ισπανίας…..

Από τότε πέρασαν κοντά ογδόντα χρόνια. Η λήθη απλώθηκε πάνω σε δικαίους και αδίκους κι αυτοί που χάθηκαν φύγανε με την πίκρα στα χείλη κι οι τοτινοί νικητές είναι και τώρα νικητές και τα χρόνια πέρασαν κι οι πληγές κρύφτηκαν κάτω από καινούργια ρούχα. Ογδόντα χρόνια μια ολάκερη ζωή κι η Ισπανία της εφηβείας και του ονείρου κείτεται νεκρή στην αγορά.

Καθώς ο ήλιος, λίγο πριν χαθεί πίσω από της Γρανάδας τον ορίζοντα, βάφει χρυσοκόκκινα τα σπιτάκια του Αλμπαϊσίν, οι γεροτσιγγάνοι σιγοτραγουδούν την μπαλάντα της ταφής του ποιητή τους Λόρκα:

Απ’ την Ρεάλ ντε Καρντούχα
και τον λόφο Αλχακάμπα
μες’ απ’ το Αλμπαϊσίν και την πλατεία Λάργκα
στους ώμους έξη τσιγγάνων
πορεύεται κατά τους εφτά λόφους
ο Φεντερίκο Γκαρσία καθώς χαράζει η αυγή
στους ώμους έξη τσιγγάνων.
Τον πάνε για να τον θάψουν στο Τσέρο ντε Αϊσεϊτούνο
Και μόνο τσιγγάνοι είναι γύρω του,
μπρος και πίσω, στα πλάγια τσιγγάνοι
ενώ στον αέρα ακούγεται
να παίζει η σολέα.
Η σολέα, ω σολέα, η παγωνιά της αυγής
Διαπερνά τα κόκαλά σου με τον θρήνο της
Σολέα σολέα Μοντόγια *

102_1755

*Η σολέα – ανταλουσιάνικη προφορά της λέξης soledad (μοναξιά) είναι ένας ρυθμός φλαμένγκο που εκφράζει λύπη και πόνο. Η Σολεδαδ Μοντάγια, προσωποποίηση της σολέα, εμφανίζεται στην μπαλάντα του Λόρκα Ρομάντσα της πένα νέγκρα.

Las piquetas de los gallos  cavan buscando la aurora,
cuando por el monte oscuro  baja Soledad Montoya.
Cobre amarillo, su carne, huele a caballo y a sombra.
Yunques ahumados, sus pechos, gimen canciones redondas.

“Soledad, ¿por quien preguntas sin compaña y a estas horas?”
“Pregunte por quien pregunte, dime, ¿a ti qué se te importa?
Vengo a buscar lo que busco, mi alegría y mi persona.”
“Soledad de mis pesares, caballo de mis desboca
al fin encuentra la mar y se lo tragan las olas.”
“No me recuerdes el mar que la pena negra brota
en las tierras de aceituna bajo el rumor de las hojas.”
“¡Soledad, qué pena tienes! ¡Qué pena tan lastimosa!

Lloras zumo de limón agrio de espera y de boca.”
“¡Qué pena tan grande! Corro mi casa como una loca,
mis dos trenzas por el suelo, de la cocina a la alcoba.
¡Qué pena! Me estoy poniendo de azabache carne y ropa.
¡Ay, mis camisas de hilo! ¡Ay, mis muslos de amapola!”
“Soledad: lava tu cuerpo con agua de las alondras,
y deja tu corazón en paz, Soledad Montoya.”

Por abajo canta el rió: volante de cielo y hojas.
Con flores de calabaza, la nueva luz se corona.
¡Oh pena de los gitanos! Pena limpia y siempre sola.
¡Oh pena de cauce oculto y madrugada remota!

————————-

ελέυθερη απόδοση απο τον Ελύτη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί

σκάβουν ζητώντας την αυγή

την ώρα που στα σκοτεινά

βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της

κι ωχρό μπακίρι το πετσί της

τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια

που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

―Παντέρμη τι ζητάς εδώ

μόνη σου δίχως σύντροφο;

―Κι αν είναι κάτι που ζητώ

πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;

Ζητάω εκείνο που ζητώ

ζητάω την ίδια εμένανε.

―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου

ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα

εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα

και μες στο σπίτι σαν τρελή

σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου

λουσ’ το χελιδονόνερο

κι άσε κυρά μου την ψυχή σου

άσ τη και να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές

κι όλο κρυφές νεροσυρμές

πίκρες μαζί και θάματα

στα μακρινά χαράματα.


Αναγνώστη αδελφέ αν οι λέξεις τούτης της γραφής

λέκιασαν με αίμα τις γάζες που τυλίγουν τα σύννεφα

μην αμελήσεις το παρών να δώσεις

κάθε φορά που η καμπάνα σημαίνει.

—————————–

το κείμενο είναι απόσπασμα απο το Scriptamanent γι’αυτούς που αγωνίστηκαν για την «la causa»…

Μανικάκος

wp.me/p1pa1c-jCn