‘Εγραψε ο Silentcrossing, μεταφέρει η Jaquou
Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Τα ποδήλατα
Τα μπαλκόνια
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις μηχανές
Τους πανηγυρισμούς
Τις βραδυνές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Τους λιμενικούς
Τους συνοριοφύλακες
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι
…
Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές
____________________________________________
shortlink: http://wp.me/p1pa1c-iL0
das Apparat
9 Μαΐου, 2013 2:12 πμ
Reblogged this on Χωροβάτης.
simon
9 Μαΐου, 2013 9:09 πμ
Όπως έγραψε κι ο Γαλαξιάρχης στο τουΐτερ: «Η εθνική μας μοναξιά. Να έχει ο τόπος σε περίοδο τέτοια πνευματικούς ταγούς τη Δημουλά, το Χωμενίδη, το Χειμωνά, το Ράμφο…»
…και να προσθέσω εγώ την Τριανταφύλλου, Κουμανταρέα, Σαββόπουλο, Σκαμπαρδώνη, Φασιανό – μαϊντανό και άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός…
«Μετανάστες
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα».
Μ. Μπρέχτ, «Ποιήματα».
Αθανασία
9 Μαΐου, 2013 12:53 μμ
θα διαφωνήσω για Κουμανταρέα 🙂
Balloonistas
10 Μαΐου, 2013 12:05 μμ
θα διαφωνησω για την Σωτη
ειναι τεραστια ψυχαγωγος
εχει χαρισει απειρες ωρες γελιου
Nikolas
9 Μαΐου, 2013 6:09 μμ
Πότε είχαμε άραγε τους πνευματικούς ταγούς που μας αρμόζουν;Ή μάλλον πιο σωστά έχουμε ή παράγουμε ως κοινωνία αυτούς τους πνευματικούς ταγούς που αναλογούν στο γενικότερο επίπεδο μας,πάντα έτσι ήταν όπως στη δεκαετία του 70 με τον πρέσβη Σεφέρη(μεγάλος ποιητής σίγουρα και δεν το λέω μόνο επειδή πήρε το Νόμπελ)και τον ελληνοκεντρικό σίγουρα αλλά επίσης μεγάλο τεχνίτη του λόγου και Νομπελίστα Ελύτη…
cronopiusa
9 Μαΐου, 2013 9:38 πμ
βορά τοις θηρίοις
ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
Βρέχει…
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει…
Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
Κοιτάζει…
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει…
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
Απόσπασμα από το ντοκυμαντέρ «Συναντήσεις με την Κική Δημουλά» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος, σε παραγωγή του Θάνου Λαμπρόπουλου και σκηνοθεσία της Κατερίνας Πατρώνη.
Supplique pour être enterré sur la plage de Sète – George Brassens
Ήρθα στην Ελλάδα τον περασμένο Απρίλιο. Για την Ουγκάντα η Ελλάδα είναι κρύα αλλά και ζεστή χώρα. Εκεί το θερμόμετρο δεν ξεπερνά ποτέ τους 30-32 βαθμούς κι ούτε κατεβαίνει κάτω από τους 18. Εκεί, κάθε μέρα συν πλην κάτι λεπτά, ο ήλιος ανατέλλει στις 6 και μισή και δύει στις 7. – είναι μια χώρα που περνάει από πάνω της ο Ισημερινός. Βρέχει αρκετά αλλά περισσότερο τον Οκτώβριο, Νοέμβριο. Φέτος όμως έβρεξε πολύ. Κι ήταν κακό για το καλαμπόκι τη κασάβα και τις μελιτζάνες, που διπλασιάστηκε η τιμή τους. Εδώ, βρήκα δουλειά σ’ ένα θερμοκήπιο, μάζευα μελιτζάνες, δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ’ τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία. όταν ήρθε η στιγμή να πληρωθώ το αφεντικό φώναξε την αστυνομία… Το ’σκασα, ήρθα Αθήνα
Έφυγα από την χώρα μου εξαιτίας του παραλόγου της αιώνιας προοπτικής των πολέμων που υπήρχαν στο κράτος.
Μάγοι σκοτώνουν βρέφη και παιδιά για να χρησιμοποιήσουν τα όργανά τους σε τελετές, οι ανθρωποθυσίες παιδιών είναι συνηθισμένο φαινόμενο, απαγάγουν και θυσιάζουν παιδιά, γιατί πιστεύουν ότι η πράξη αυτή φέρνει “πλούτο και δύναμη” σε κάποιους ισχυρούς , που χρυσοπληρώνουν τέτοιες απάνθρωπες ενέργειες. Το 2004, βρέθηκα στους δρόμους της πόλης Gulu για να ξεφύγω απ’ τις θηριωδίες της απαγωγής και βίαιης στρατολόγησης στις τάξεις του περίφημου Αντιστασιακού στρατού του Κυρίου -LRA (Lord’s Resistance Army). Ο Joseph Kony και ο Yoweri Museveni μ ‘ έδιωξαν, ήθελα να ζήσω, θέλω να ζήσω. Η βία με κυνηγούσε, η πείνα με κυνηγούσε, δεν είχα καμία ελπίδα, αλλά δεν ήμουν απελπισμένος, ήθελα να ζήσω,
θέλω να ζήσω.
Ονειρευόμουνα πως αλυσόδεσα το Θάνατο.
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να έρθω στην Ευρώπη.
Προσπαθούσα να βρω ένα τρόπο για να γλιτώσω. Η περιφρόνησή μου για τους μάγους, το μίσος μου για το θάνατο, το πάθος μου για τη ζωή, μου στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, όμως το πεπρωμένο μου, μου ανήκει, είμαι κύριος της ζωής μου. Ο κόσμος δεν ξέρει πως είναι να διασχίζεις για μέρες την έρημο, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό γιατί δεν είναι απελπισμένοι, δεν ξέρουν πως είναι αυτή η διαδρομή.
Τους λυπάμαι γιατί δεν έχουν ταξιδέψει, δεν ξέρουν τι συμβαίνει εκεί. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα.
Το ταξίδι για την Ελλάδα δεν ήταν εύκολο. Στη διαδρομή βλέπεις πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν. Περπάτησα μέρες χωρίς φαγητό και με ελάχιστο νερό. Περπάτησα χιλιόμετρα μέχρι τους καταυλισμούς των ανταρτών στο Νότιο Σουδάν. Ένα από τα αγόρια δεν μπορούσε να περπατήσει από τη δίψα και μας διέταξαν να τον σκοτώσουμε με τα ξύλα. Όσες γυναίκες είχαν μωρά που έκλαιγαν ο αρχηγός τις υποχρέωνε να τα πνίξουν. Μια γυναίκα αρνήθηκε και την σκότωσαν μαζί με το μωρό. Το ’σκασα, κοιμόμουν στην έρημο ένα μήνα πριν καταφέρω να φτάσω στη Λιβύη. Πλήρωσα 400 δολάρια για να πάω στην Ιταλία, βρέθηκα στη Κρήτη. Ξεφεύγεις από το πόλεμο, τη δυστυχία, τη φτώχεια. Φτάνεις εδώ, βρίσκεις αδικία. Θυμώνω όταν ακούω «Ουγκάντα γίναμε!» «Πάλι απεργία έχουν τα λεωφορεία ! Μα είναι κατάσταση αυτή πια ; Ούτε στην Ουγκάντα τέτοια πράγματα ! »
cronopiusa
9 Μαΐου, 2013 10:00 πμ
Sisyphus – the real struggle
The Migrant Manifesto by Musa Okwonga
maskarat
9 Μαΐου, 2013 7:09 μμ
Αυτό το ποίημα μπορεί να μην έχει μέτρο,
αλλά έχει links με στοιχεία και ονόματα και ιστορίες
που θα έπρεπε να στοιχειώνουν συνειδήσεις
θα έπρεπε.
Κι άλλα Links, κι άλλες ιστορίες. Αλλά ποιος τις ακούει, ποιος τις διαβάζει…
Από τον Επίτροπο της Ευρώπης (2013) για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,
http://beta.avgi.gr/article/200850/ratsismo-kai-basanistiria-stin-ellada-blepei-o-europaios-epitropos-gia-ta-anthropina-dikaiomata
από την Human Rights Watch, (Μίσος στους Δρόμους, η Ξενοφοβική Βία στην Ελλάδα, 92 σελίδες, 2012) http://www.hrw.org/node/108746
Dublin’s Trap – with Greek subtitles (Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσ/νίκης 2012)
Πόσο Μακριά Ακόμα; (2013) How Much Further? (Greek subtitles)
larayuela
10 Μαΐου, 2013 2:42 μμ
Ναι, συμφωνώ, για τους μετανάστες δε θα γράψει ποτέ κανείς, ίσως κανείς από αυτούς που εκδίδονται σε μικρούς ή μεγάλους οίκους. Από την άλλη, ένας ποιητής δε διαφέρει από τον καθένα μας, δεν μπορεί να κρίνεται από μία κουβέντα η οποία απομονώθηκε από τα μίντια και την περιφέρουν σε όλο το διαδίκτυο απομονωμένη από το έργο του που αποτελεί και τη σφραγίδα όλων των σκέψεών-δράσεών του. Κρίνεται από το σύνολο του έργου του και το περιεχόμενό του-ως ποιητής, και από το άθροισμα των πράξεών του-ως άνθρωπος. Έτσι φαίνεται ποια θέση έχει πάρει ο καθένας μας ΜΕΣΑ στον κόσμο και ΓΙΑ τον κόσμο. Με το να κρίνουμε κάποιον μόνο και μόνο για μια κουβέντα, και όχι για την υπαρκτή ή ανύπαρκτη συμμετοχή του σε συλλογικές δράσεις, επειδή ‘θεωρείται’ πνευματικός άνθρωπος-ίσως και άθελά του, με το να θεωρούμε ότι ως τέτοιος πνευματικός άνθρωπος έχει μία παραπάνω ευθύνη στο τι λέει βασιζόμενοι σε μία κουβέντα που κάποιος δημοσιογράφος άκουσε να λέει off the record, τότε ΑΝΑΠΑΡΑΓΟΥΜΕ την εξουσία των ΜΜΕ: δικάζουμε όπως και όποτε θέλουμε την ενδόμυχη πρόθεση του για κάτι που έχει πει και μάλιστα τον καταδικάζουμε επειδή δεν είπε κάτι που θα θέλαμε να ακούσουμε, λες και αύτός έχει ιδιαίτερη υποχρέωση να το πει. Δε θα μας σώσει η Δημουλά ούτε μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό που μπορεί να κάνει ο καθένας μας και όλοι μαζί, η εξουσία που ενδεχομένως της δίνεται από τα μμε είναι φαινομενική και εξαντλείται στην αναπαραγωγή των δηλώσεών της.
«Ούτε κι εγώ κατάφερα να πω αυτό που ήθελα.
Είναι μοναχοπαίδι του ανείπωτου
δεν το αποχωρίζεται ποτέ.»
(Κ.Δ.)
larayuela
10 Μαΐου, 2013 2:46 μμ
Mετανάστες και δημόσιος χώρος
http://kompreser.espivblogs.net/2011/09/09/synantiseis-stin-poli/
LAGARTSAS-A
11 Μαΐου, 2013 1:15 πμ
Τι άλλο φοβάσαι
Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,
να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις
και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.
Να μια απ’ τα ίδια — ίδιοι δρόμοι — ίδιοι κύκλοι•
γαβγίζουν οι άνθρωποι — σκιάζονται οι σκύλοι,
θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις
όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.
Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,
βαρέθηκα τα έγκυρα – είναι όλοι προβοκάτορες
που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες
κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες
από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα
που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.
Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.
Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,
τυφλός στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη•
πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,
χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,
μοναχός στο Θιβέτ — κι aboriginal στην Αυστραλία,
τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία•
εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα
και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα•
νεκρός κι άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,
κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,
εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα
και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα•
βραζιλιάνος με 8 σφαίρες στο κεφάλι στο Λονδίνο
– τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.
Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω
κάνω και την αρχή — δε γουστάρω να ησυχάσω.
Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω
κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.
Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,
μου φτάνει που δε γουστάρω να ησυχάσω
(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω — πες μου, τι άλλο φοβάσαι)
Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,
διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,
σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι
και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.
Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα
κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.
Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…
Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια
και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια•
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι
και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει•
στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy
κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.
Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…