Για να πιάσουμε την ιστορία των Blonde Redhead απ’την αρχή θα πρέπει να πάμε για λίγο πίσω στο 1993, οταν δύο αδέρφια απο την Ιταλία και μια Γιαπωνεζούλα με πολύ ιδιαίτερη φωνή συναντιούνται τυχαία σε ενα Ιταλικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης. Τα δίδυμα αδέρφια Simon(drums) και Amedeo Pace, μαζι με την Kazu Makino (κιθάρα) και την Maki Takahashi (μπάσο) μοιράζονται την ίδια αγάπη για το No Wave και θέλουν να παίξουν σαν τους Sonic Youth.
Παίρνουν λοιπόν το όνομα τους απο ενα κομμάτι των DNA και αφήνουν την παραγωγή του πρώτου δίσκου τους στον drummer των Sonic Youth, Steve Shelley. Ο ομώνυμος δίσκος κυκλοφορεί το1995 και είναι ενα ελπιδοφόρο ξεκίνημα γεμάτο νεύρο και ένταση. Παρα το γεγονός οτι κανένα μέλος της μπάντας δεν είναι απο την Αμερική βγάζουν ενα γνήσιο αμερικάνικο indie ήχο με θορυβώδεις κιθάρες και αρκετη διάθεση για πειραματισμούς.
Την ίδια χρονιά η Takashi αποχωρεί απο το συγκρότημα και τα τρία εναπομείναντα μέλη ηχογραφούν τον δεύτερο δίσκο τους “La Mia Vita Violenta”. Οι κιθάρες εδώ ακούγονται ακόμα πιο επιθετικές και φασαριόζικες απ’οτι στον πρώτο δίσκο, με “noisy” ξεσπάσματα να διαδέχονται τα ήρεμα μελωδικά σημεία και τα φωνητικά της Kazu να κλέβουν την παράσταση.
Στην ηχογράφηση του 3ου δίσκου τους πήρε μέρος και ο Vern Rumsey (των Unwound) ως guest μπασίστας και έτσι το 1997 κυκλοφορεί υπο τη σκεπη της «Touch & Go» το “Fake can be just as good”. Ο ήχος του είναι πιο γεμάτος , τα αντρικά και γυναικεία φωνητικά εναλλάσονται τέλεια και οι επιρροές απο Sonic Youth στον ήχο τους είναι και πάλι αρκετά εμφανείς. Η πολύ καλή παραγωγή του John Goodmanson τους δίνει τη δυνατότητα να πάιξουν επιθετικά χωρίς να χάνουν όμως την καθαρότητα που επιζητούν στον ήχο τους.
Μόλις ενα χρόνο αργότερα το δραστήριο τρίο κυκλοφορεί εναν εκπληκτικό δίσκο με τίτλο «In an expression of the inexpressible». Χωρίς μπασίστα αυτή τη φορά, δένουν εξαιρετικά οι τρείς τους και στην καλύτερη κατα τη γνώμη μου δουλειά τους, υιοθετούν ενα πιο προσωπικό ύφος αφήνοντας κατα μέρος τις επιρροές που τους συνόδευαν ως τώρα. Εξαιρετικό, καλοπαιγμένο, ευφιέστατο rock και υπέροχοι στίχοι… αυτός ο δίσκος με έκανε να τους αγαπήσω. Ο ήχος τους είναι πιο … σκοτεινός και γεμάτος ένταση ενω τα φωνητικά της Kazu ,πότε ονειρικά και πότε “διεστραμμένα”, σου μένουν χαραγμένα στο μυαλό με αυτή την περίεργη χροιά που θυμίζει κάτι απο Bjork. Αν ακούσεις αυτον τον δίσκο θα τους λατρέψεις ή θα τους μισήσεις, μέση λύση δεν υπάρχει…
Στο «Melody of Certain Damaged Lemons» που κυκλοφόρησε το 2000 οι Blonde Redhead ακούγονται σαφώς πιο ήρεμοι, ίσως πιο… ρομαντικοί. Κατεβάζουν την ένταση και επικεντρώνονται σε πιο μελωδικές συνθέσεις με τη ματιά τους στραμμένη μάλλον στις δεκαετίες του ’60 και του ‘70. Αν δεν είσαι και πολύ φανατικός οπαδός της αμερικάνικης noise rock σκηνής , είναι μια καλή αρχή για να εξοικειωθείς με τον ήχο τους. Την παραγωγή εδω (όπως και στο «In an expression of the inexpressible») εχει αναλάβει ο Guy Picciotto των Fugazi.
Την ίδια χρονιά με το Melody of Certain Damaged Lemons κυκλοφόρησε και το «Melodie Citronique», ενα ep που περιείχε επανεκτελέσεις 3 κομματιών του προηγούμενου δίσκου (το in particural στα γαλλικά, το Hated Because Of Her Great Qualities στα Ιταλικά και ενα remix του For The Damaged) καθώς επίσης και 3 καινούρια κομμάτια που έδειχναν πως η μπάντα πειραματίζεται πλέον σε πιο soft και μελωδικά μονοπάτια.
Χρειάστηκε να περάσουν 4 χρόνια για να ξαναβγάλουν δίσκο αφου η Kazu είχε ενα άσχημο ατύχημα κάνοντας ιππασία και χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να αναρρώσει. Το “Misery is a butterfly” πάντως άξιζε και με το παραπάνω την αναμονή. Κομμάτια όπως το “Elephant Woman”, “Pink Love”, “Messenger” και “Misery is a Butterfly” απέδειξαν και στον πιο δύσπιστο ακροατή τις πολύ μεγάλες δυνατότηες των Blonde Redhead. Με κατάλληλες δόσεις μελωδικών και ατμοσφαιρικών περασμάτων, με τις εξαιρετικές-παραμυθένιες φωνές και τα ρετρό πλήκτρα, οι συνθέσεις τους ακούγονται πιο εύθραυστες και αέρινες απο ποτέ.
Όσοι ήταν περίεργοι να δουν τι άλλο μπορεί να βγαλει η μπάντα μετα απο εναν τόσο πετυχημένο δίσκο μάλλον δεν απογοητεύτηκαν… Κρατώντας μερικά απ’τα καλύτερα power pop/rock στοιχεία του misery και προσθέτοντας πολλές φρέσκες ιδέες ηχογραφούν το 2007 εναν ακόμη πολύ καλό δίσκο , κάπως μελαγχολικό και χαμηλών τόνων όπως και τα 2 προηγούμενα. Ίσως τo “23″ να μην είναι και ο καλύτερος δίσκος τους αλλα σου δίνει την αίσθηση πως αυτη η μπάντα εχει να δώσει κι αλλα. Και οταν εχεις ήδη στην πλάτη σου δίσκάρες όπως το «In an expression of the inexpressible» και “misery is a butterfly”, ε δεν είναι και λίγο…
Και κάπως ετσι έφτασαν το 2010 στην ηχογραφηση του «Penny Sparkle»… Με διαφορά ο πιο χαμηλών τόνων δίσκος τους, τραβάει τον δικό του ξεχωριστό δρόμο αφου δεν στηρίζεται σε κανένα απο τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη μέχρι τωρα πορεία των Blonde Redhead. Τα λιγοστά ηλεκτρονικά στοιχεία του «23» εδώ κυριαρχούν και οι μέχρι πρότινος φασαριόζικες κιθάρες απλώς συνοδεύουν χαμηλόφωνα κάπου πιο πίσω. Τα φωνητικά είναι σαφώς πιο μελωδικά και μάλλον πιο…mainstream, τα πλήκτρα και τα κρουστα εχουν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και για άλλη μια φορά το τρίο απο τη Ν. Υόρκη αλλάζει πορεία και ήχο… Ο δίσκος αυτός είναι απογοητευτικός για όσους δεν αντέχουν τις αλλαγές αλλα απο την άλλη δείχνει τη διαρκή επιθυμία για αλλαγή και πειραματισμούς που κρατάει μια μπάντα φρέσκια μετά απο 19 ολόκληρα χρόνια παρουσίας στα μουσικά πράγματα…
Αντί επιλόγου θα συστήνα να τους δείτε live την επόμενη φορά που θα μας επισκεφτούν. Ήμουν απο τους τυχερούς που τους απόλαυσαν το 2005 στην Υδρόγειο και παρ’ οτι δεν είχα και κανένα κόλλημα μαζί τους, αφου μόλις τότε τους πρωτογνώρισα και εγώ, εξακολουθώ να πιστεύω πως ήταν μια απο τις καλύτερες συναυλίες που εχω δει. Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνονται λιγάκι απόμακροι και ντροπαλοί, έχουν ενα μαγικό τρόπο να σε καθηλώνουν και να σου περνάνε εικόνες και συναισθήματα όπως πολύ λίγα συγκροτήματα μπορούν σε live. Μας κέρδισαν με τις ονειρικές μελωδίες τους και μας ταξίδεψαν με τα χαώδη ξεσπάσματα τους. Όσοι ήταν εκείνο το βράδυ κάτω απ’τη σκηνή εχουνε να το λένε, πως αυτα τα 3 απίστευτα άτομα έκαναν περισσότερο θόρυβο απο οσο θα έκαναν άλλες μπάντες ακόμα και με 15 κιθάρες.
Για την ανάρτηση -xtremyst-
Shortlink: http://wp.me/p1pa1c-g5o
mitera
4 Μαρτίου, 2012 12:39 μμ
Δεν τους ήξερα xtremyst…πάρα πολύ ωραίες μουσικές φτιάχνουν! 🙂
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 12:59 μμ
χαίρομαι που σας άρεσε, τους ακουγα πρόσφατα σε ενα ταξίδι και είπα να μοιραστω μερικα κομματια 🙂
mitera
4 Μαρτίου, 2012 1:13 μμ
Και πολύ καλά έκανες.Να μαθαίνουμε κι εμείς του κλασικού 🙂
Αφήνω κι ένα κομματάκι που ήταν για το άλλο ποστ,αλλά δεν πειράζει,κολλάει κι εδώ.
Κολλάει τρελά το πσ μου…
Καλημέρα να έχετε όλοι 🙂
μανικακος
4 Μαρτίου, 2012 1:35 μμ
φιλια στη μουρη σου και το κερασμα αλλη μερα 😀
Αθανασία
4 Μαρτίου, 2012 1:10 μμ
Δεν τους ηξερα….μόλις τους έμαθα
ωραίοι !!!!!
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 1:24 μμ
😀
koula
4 Μαρτίου, 2012 1:10 μμ
🙂
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 1:23 μμ
oldboy99
4 Μαρτίου, 2012 1:51 μμ
Ωραίο γκρουπάκι από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου είναι και αυτό που παίζει στην εκπληκτική ταινία του Ταραντίνο «Kill Bill», αυτό μόνο γνωρίζω από τα μουσικά δρώμενα της Ιαπωνίας! 🙂
Η Γιαπωνεζούλα δίνει πόντους πάντως στο συγκεκριμένο γκρουπ 😉
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 1:58 μμ
εχει πολύ ιδιαίτερη φωνή, αλλους τους ξενερώνει και άλλους τους ταξιδεύει… εγω προφανώς ανήκω στους δευτερους 🙂
anton555
4 Μαρτίου, 2012 11:54 μμ
Στην ιδια κατηγορια.Ή ξενερωνεις με τη φωνη της Poly ή γουσταρεις με τρελα.Εγω σιγουρα ανηκω στη δευτερη κατηγορια.X-ray specs,απο τα βαθη του χρονου,,,
xtremyst
5 Μαρτίου, 2012 12:54 πμ
σωραίος 🙂
mina
4 Μαρτίου, 2012 3:38 μμ
Ένα από τα αγαπημένα μου:
🙂
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 11:23 μμ
όντως παρα πολύ καλό κι αυτό 🙂
zeta dor
4 Μαρτίου, 2012 11:15 μμ
super xtremyst. συνεισφερω κι εγω ενα απ’τ’αγαπημενα μου με Miranda July
xtremyst
4 Μαρτίου, 2012 11:23 μμ
και άλλο ενα απο live