Γιατί το The Artist θα κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας;

Posted on 26 Φεβρουαρίου, 2012 4:33 μμ από

157


Διασκέδασα απίστευτα βλέποντας το «The Artist», το χαμόγελο δεν έφυγε στιγμή από τα χείλη μου, αλλά όλο αυτό το hype που το περιβάλλει από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι και το κόκκινο χαλί απόψε το βράδυ με έχει κουράσει. Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς και όχι μόνο ανάμεσα στις υποψήφιες. Γιατί όμως θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα φύγει σήμερα μεγάλος νικητής; Μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή από το LA Weekly, μεταφράζει η Narrator

To να πούμε ότι μόνο ο Harvey Weinstein θα μπορούσε να τσιμπήσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας για ένα βωβό φιλμ, όπως αναμένεται να κάνει την Κυριακή για το «The Artist» είναι κάτι παραπάνω από μια σκέψη για την αναδυόμενη δύναμη πειθούς του μεγιστάνα στα μέλη της Ακαδημίας – είναι πράγματι αλήθεια. Καμία βωβή ταινία δεν έχει λάβει την κορυφαία διάκριση μετά την πρώτη απονομή τον Μάιο του 1929 στην οποία τιμήθηκαν ταινίες που είχαν προβληθεί από την 1η Αυγούστου 1927 μέχρι και την 31η Ιουλίου 1928. Σε εκείνη την πρώτη τελετή δεν υπήρχε το βραβείο «Καλύτερης Ταινίας» όπως ονομάζεται σήμερα. Ο William Wellman κέρδισε το βραβείο «Καλύτερης Παραγωγής» (best production) για το πολεμικό δράμα «Wings» και ο F.W. Murnau το βραβείο «Καλύτερο Καλλιτεχνικό Επίτευγμα» (best unique and artistic picture) για το «Sunrise» ένα βραβείο που θεσπίστηκε από το ιδρυτικό σώμα της Ακαδημίας για να τιμήσει ιδιαίτερα την δημιουργική καινοτομία. Αυτό το “η τέχνη πάνω από το εμπόρευμα” βραβείο καταργήθηκε αμέσως μετά.

Θέτοντας στην άκρη το ταλέντο του Weinstein, το «The Artist» δεν θα είχε εξάψει τόσο την φαντασία της βιομηχανίας του κινηματογράφου αν δεν μιλούσε ταυτόχρονα για το άγχος “της ημέρας”. Παρ’ όλη την ελαφρότητα που τα περιβάλει, τα Όσκαρ είναι ένας πολύτιμος δείκτης για το πώς αισθάνεται το Χόλυγουντ για τον εαυτό του κάθε δεδομένη στιγμή. Φέτος το «The Artist» δεν είναι η καλύτερη ταινία στην κατηγορία του, αλλά είναι η καλύτερη αντανάκλαση για τη στιγμή που βρίσκεται η βιομηχανία (αντιμετωπίζει μια τεράστια τεχνολογική αλλαγή) αλλά και για τους λόγους που δημιουργήθηκε η Ακαδημία εξ’ αρχής (για να βοηθήσει την ισχυρή ελίτ του κλάδου να επιβιώσει μιας τεράστιας τεχνολογικής αλλαγής). Το «The Artist» λοιπόν δεν είναι ένα οποιοδήποτε βωβό φιλμ· είναι ένα βωβό φιλμ που μετατρέπει μια πραγματική κρίση που περνάει το Χόλυγουντ σε παραμύθι, ολοκληρωμένο με ένα happy end που παρουσιάζει τη βιομηχανία να αναδύεται από την κρίση ακόμα πιο ισχυρή. Είναι το παραμύθι που το Χόλυγουντ χρειάζεται να ακούσει απεγνωσμένα.

Το «The Artist» ξεκινά την ιστορία το 1927, τη χρονιά που το αφεντικό της MGM Louis B. Mayer σκέφτηκε τη δημιουργία της Ακαδημίας και έριξε την ιδέα στην ελίτ της βιομηχανίας ότι η δύναμη των αριθμών θα μπορούσε να βοηθήσει το Χόλυγουντ να επιβιώσει από δυο σημαντικές αντιξοότητες: το ζόρισμα από την ηθική αστυνόμευση που αυξανόταν σε ένταση καθώς αυξανόταν και το κουτσομπολιό για τους σταρ στα μέσα ενημέρωσης· και την ραγδαία μετάβαση στις ομιλούσες ταινίες. Ταυτόχρονα οι διευθυντές των στούντιο έπαιρναν τα μέτρα τους ενάντια σε ένα πρόσφατο κύμα συνδικαλισμού, και η επιθυμία του Mayer να εδραιώσει την δύναμη στην κορυφή του κλάδου θα πρέπει να διαβαστεί ως μια κίνηση να προστατέψει τα συμφέροντά του απωθώντας περαιτέρω την οργάνωση σε συνδικάτα. Τα βραβεία ήρθαν αργότερα, σαν μια κίνηση δημοσίων σχέσεων, σε μια προσπάθεια τα προϊόντα της βιομηχανίας, που ορισμένοι τα απέρριπταν ως εκφυλισμένη μανία, να αναβαπτισθούν ως μια μορφή τέχνης που άξιζε αγιοποίηση και συντήρηση.

Τα επόμενα χρόνια τα κεφάλια των στούντιο όπως ο Mayer (ο ρόλος του John Goodman στο «The Artist») εκμεταλλεύτηκαν τις αλλαγές στην τεχνολογία και την εδραιωμένη δύναμή τους για να κόψουν μισθούς, να επαναδιαπραγματευτούν συμβόλαια και να εξαλείψουν τα γρανάζια που ‘έτριζαν’. Όπως δραματοποιείται και στο «The Artist», οι καλοταϊσμένοι παλιοί παίκτες εξοστρακίστηκαν και τη θέση τους πήρε φρέσκο αίμα. Ένα τυπικό συμβόλαιο ηθοποιού στις αρχές των ομιλούντων περιελάμβανε τη φράση “όπως εγκρίθηκε από την Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών” η οποία έδινε στον παραγωγό το δικαίωμα να ηχογραφεί και να αναπαράγει τη φωνή του ηθοποιού στο άπειρο και δεν απαιτούνταν εξτρά πληρωμή για δοκιμές ήχου και επανηχογραφήσεις. Αυτοί ήταν κάποιοι από τους τρόπους για να “προστατεύονταν τα αφεντικά ενάντια σε επαναστάτες τεχνικούς και να κρατιέται το ταλέντο ‘στη θέση του’” όπως γράφει το επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Anthony Holden στο βιβλίο Behind the Oscar: A Secret History of the Academy Awards.

Στο «The Artist» δραματοποιούνται αυτά τα γεγονότα με ένα τρόπο που στο τέλος χαρωπά προσυπογράφεται η υποταγμένη σχέση του ταλέντου στον παραγωγό/στούντιο. Όταν ο χαρακτήρας του Goodman απολύει τον Valentin, ο ηθοποιός δεσμεύεται προκλητικά να τα καταφέρει μόνος του. “Θα κάνω μια σπουδαία ταινία”, λέει “και δεν σε χρειάζομαι γι’ αυτό”. Στην υπόλοιπη αφήγηση αποδεικνύεται πόσο λάθος κάνει. Αν ο Valentin θέλει να κάνει ταινία που να ενδιαφέρει τον οποιονδήποτε χρειάζεται το στούντιο. Το ότι πρέπει να δεχτούμε την αναγέννηση της καριέρας του στο τέλος της ταινίας, ως ένα αστέρι του σινεμά και του χορού αλα Fred Astaire -που τον έχει προσλάβει ο ίδιος παραγωγός που τον θεωρούσε τελειωμένο- ως ένα happy end και όχι ως ταπείνωση είναι μια μπερδεμένη τροπή των γεγονότων, εφόσον καλούμαστε να συμπάσχουμε με τις δυσκολίες του ως ανεξάρτητου καλλιτέχνη. Το «The Artist» λοιπόν είναι μια ταινία στην οποία ένας εικονοκλάστης πιάνει πάτο όταν παραμένει πιστός στον εαυτό του και το όραμά του και μαθαίνει φτάνοντας κοντά στο θάνατο πως πρέπει να ασπαστεί την συμμόρφωση.

Στις ίδιες γραμμές αναμφίβολα κινούνταν και η πραγματικότητα τότε. Έως το 1930, τη χρονιά που δόθηκαν τα δεύτερα Όσκαρ (και τη χρονιά που στο «The Artist» αποτυγχάνει η ταινία του Valentin), η Ακαδημία χορηγούσε σεμινάρια κατάρτισης “σχολεία ήχου”, σχεδιασμένα να μυήσουν μεγάλους αριθμούς τεχνικών στη νέα τεχνολογία, αυξάνοντας την ταχύτητα της μετάβασης και μειώνοντας τις πιθανότητες ένα στούντιο να έχει σημαντικό τεχνολογικό (άρα και εμπορικό) προβάδισμα έναντι άλλου. Η μετάβαση στο νέο έγινε ολοκληρωτική, κι όποιος δεν ακολούθησε δεν επιβίωσε. Το «The Artist» δραματοποιεί το τραύμα του να ξεπεραστείς τεχνολογικά με τον αρχικά απρόθυμο Valentin να προσαρμόζεται στο νέο αφού πρώτα εξορκίζει το βωβό παρελθόν του πριν του επιτραπεί να μεταπηδήσει στο γεμάτο χορό και τραγούδι μέλλον.

Όπως και στο «Singing In the Rain» μια ταινία με την οποία συχνά συγκρίνεται, το «The Artist» είναι ένα παράδειγμα του είδους της μυθικής ιστορίας που το Χόλυγουντ λέει για τον εαυτό του προκειμένου να προωθήσει την δική του επιβίωση σε δύσκολους καιρούς. Όταν προβλήθηκε το «Singing in the Rain» το 1952 τα στούντιο πάλευαν να προσαρμοστούν σε μια δικαστική απόφαση του 1948 που τους επέβαλε να παραιτηθούν από δικαιώματα ιδιοκτησίας και διαχείρισης των κινηματογραφικών αιθουσών και βέβαια το αυξανόμενο θέλγητρο  της τηλεόρασης. Το « Τhe Artist» προβάλλεται σε μια παρόμοια περίοδο μετάβασης, καθώς το σελουλόυντ αντικαθίσταται από την ψηφιακή τεχνολογία και η προσέλευση στις αίθουσες απειλείται από τις συνήθειες μιας νέας γενιάς που μεγαλώνει σε ένα κόσμο on-demand. Αν τα Όσκαρ είναι πραγματικά ο τρόπος που το Χόλυγουντ μας λέει τι αισθάνεται για τον εαυτό του, τότε η κυριαρχία του «The Artist» αντικατοπτρίζει την παρανοϊκή αβεβαιότητα της σύγχρονης κινηματογραφικής βιομηχανίας που προχωρά σε ένα άστατο μέλλον και στρέφεται στο παρελθόν για σιγουριά.

shortlink http://wp.me/p1pa1c-gdL