Αλλαγή Μηχανής

Posted on 7 Δεκεμβρίου, 2011 3:04 μμ από

60


 «Ιt is preferable not to travel with a dead man”  Henry  Michaux (από την εισαγωγή της ταινίας του Τζιμ Τζάρμους, Ο Νεκρός)

Παλιός Σταθμός, Φανάρι, Καρδίτσα (http://fatalcar.blogspot.com/2010/02/207.html)

Το τρένο φεύγει στις 11.30,ταξίδι για τα βόρεια. Ταξίδια στο παρελθόν κάπου κοντά στην πινέζα. Παιδικές μνήμες… καρβουνιάρης, νύχτα, παγωνιά. Αναμονή ωρών για αλλαγή μηχανής, ανταποκρίσεις με άλλα τρένα, χέρια που ξεπρόβαλαν από τα παράθυρα και χαιρετουσαν την περαστική αμαξοστοιχία. Φαντάροι, οικογένειες, φοιτητές, τουρίστες με μπαγάζια, τσιγγάνοι, Πομάκοι, μωρά, κεφτεδάκια σε τάπερ, μυρωδιές, τσιγάρο στο παράθυρο, φλερτ, καβγάδες για τις θέσεις, μελαγχολικά πρόσωπα, χαρούμενα πρόσωπα, νεαροί με κασετόφωνα, 8Ο΄ς φρικιά, παππούδες με σφιχτοδεμένο κομπόδεμα μέσα από τα ρούχα, μικροκλοπές, το καροτσάκι που περνούσε με τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά …  ένα πολύχρωμο μωσαϊκό διάρκειας 8,9,10 ωρών και βάλε.  Συχνά παγωνιά… Τοπία, γέφυρα της παπαδιάς, ίλιγγος, φωτιές στη διαδρομή, γιαούρτι στο Λιανοκλάδι,  Πλαταμώνας,  Σαλονίκη, και μετά ακόμα πιο βόρεια, διαφορετικά τοπία, άλλη βλάστηση, βουνά, χωράφια με ηλιοτρόπια… ράγες, ατελείωτες ράγες! Ο ήχος, αυτός ο χαρακτηριστικός ήχος, η μηχανή που βαριανασαίνει! Μια διαδρομή, μια μικρή ζωή… Αυτές οι διαδρομές μου τελείωσαν από τότε που τα ταξίδια με αυτοκίνητο έγιναν πιο εύκολα, πάντα όμως τον νοσταλγούσα τον καρβουνιάρη. Και ακόμα περισσότερο εκείνους τους έρημους σταθμούς, εκείνο το σκυλάκι που χτυπούσε την πόρτα στον σταθμό για να μπει μέσα, παγωμένο από το κρύο. Τον σταθμάρχη, τον σταθμό κάπου στην Καρδίτσα που είχε ακόμα χαραγμένες σβάστικες στα δέντρα από τον πόλεμο… Εκεί, όπου ο παππούς μου δάκρυζε κάθε φορά που μας πήγαινε για να μας ξεπροβοδίσει, γιατί ήταν τόπος εκτελέσεων και γλίτωσε την εκτέλεση παρά τρίχα, όταν τον λυπήθηκε ένας νεαρός Γερμανός και τον άφησε ελεύθερο. Βρώμικοι σταθμοί, παρατημένοι, παραιτημένοι, αλλά γεμάτοι με μια γλυκιά, κίτρινη μελαγχολία…

Και ήρθε μια στιγμή που ήταν το μόνο μέσο που μπορούσε να μας μεταφέρει και πάλι βόρεια μετά από μια ολόκληρη ζωή, για δυσάρεστο λόγο, ακόμα μία φορά… Πάλι καρβουνιάρης, αλλά πιο εξελιγμένος. Γεμάτος γκραφίτι απ’ έξω. Δεν υπάρχουν πλέον οι καμπίνες, μόνο αεροπορικές θέσεις. Πάλι παγωνιά, λες και το κάνει επίτηδες! Ο σταθμός γεμάτος κόσμο, λαοθάλασσα και πάλι. Ένα ακόμα πολύχρωμο μωσαϊκό. Φαντάροι, νέοι, γέροι, μετανάστες, φοιτητές, όμορφες καλοντυμένες φοιτήτριες, χιπ-χοπ πιτσιρικάδες, αλλά και ξεχασμένες από το χρόνο 8Ο΄ς φιγούρες και πάλι, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα.  Το τρένο ξεκινάει… νομίζεις ότι θα πάρει φόρα… αλλά φευ! Συνεχίζει σιγά-σιγά ξεφυσώντας, μέχρι να χρειαστεί αλλαγή μηχανής κι αυτό σε έναν από τους επόμενους σταθμούς. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ! Μέσα στο τρένο χαμός. Ομιλίες, ψίθυροι, πολιτικές συζητήσεις, αμπελοφιλοσοφίες, «πώς κατάντησε η ελλάδα», «οι Πακιστανοί», «κάποτε στη Ρωσία και τη Βουλγαρία», μεθυσμένοι νεαροί, παρενοχλήσεις, μικροκαβγάδες, κάποιοι προσπαθούν να κοιμηθούν. Ένας από τους μεθυσμένους νεαρούς, κάθε τρεις και λίγο ενημερώνει τα πλήθη για την πορεία του μεθυσιού του… «Όσο είναι καλά ο Πάκης και στα πόδια του, να μην ανησυχεί κανένας, Κουνέλια… Αν πάθει κάτι να ανησυχήσετε όλοι!» και αυτό συνεχίζεται για κάμποσες ώρες. Φαντάζομαι ότι μετά έπεσε ξερός.

 Δεν υπάρχει πια καροτσάκι που περιφέρεται και η μετάβαση μέσα στο πλήθος είναι αρκετά δύσκολη για να φτάσεις στο βαγόνι-καντίνα. Ανάμεσα στα βαγόνια, κάποιοι μεθυσμένοι νεαροί πίνουν και καπνίζουν περιγελώντας όποιον περνάει, βρωμάει ξυνισμένο αλκοόλ! Ξημερώματα στη Σαλονίκη, παγωνιά για μία ακόμα φορά και ένας παλιότερος καρβουνιάρης περιμένει να μας μεταφέρει πιο βόρεια. Μπαίνουμε για λίγο μέσα αλλά τελικά κατεβαίνουμε, προτιμάμε ταξί. Δεν μας παίρνει ο χρόνος… Έχασα ένα κομμάτι του ταξιδιού που φάνταζε ακόμα πιο νοσταλγικό. Όμως η καθυστέρηση ήταν βέβαιη για μια ακόμα φορά.

Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, ωστόσο, οι σταθμοί παραμένουν μελαγχολικοί και ακόμα πιο εγκαταλειμμένοι, παρ’ όλη την εξέλιξη!  Για κάποιο λόγο, δε μου φαίνεται το ίδιο γλυκιά η μελαγχολία τους πλέον… μάλλον έχει να κάνει με την ηλικία. Όσο περνάνε τα χρόνια, αισθάνομαι ότι η όσφρηση μειώνεται, τα χρώματα αποτυπώνονται πιο αχνά, οπότε η ικανότητα για δημιουργία όμορφων αναμνήσεων μειώνεται κι αυτή. Η ταλαιπωρία είναι απαραίτητο συστατικό και δε φαντάζει πλέον περιπετειώδης!

 Το πολύχρωμο μωσαϊκό όμως, μου δημιουργεί πάντα το ίδιο συναίσθημα. Είναι από τις ελάχιστες στιγμές που χρειάζεται να συνυπάρξεις αναγκαστικά για κάποιες ώρες, με κόσμο που δε βρίσκεται στην καθημερινότητά σου… Ίσως να μην γνωρίζεις καν την ύπαρξη αυτού του κόσμου, κι ας τους βλέπεις  περαστικούς δίπλα σου κάπου στο κέντρο μιας μεγαλούπολης. Εκεί είναι απλώς περαστικοί, δεν ανήκουν στον μικρόκοσμό σου, έστω για λίγες ώρες. Στα πρόσωπα κάποιων βλέπεις ζωγραφισμένη την απελπισία, σε μερικούς ακόμα βλέπεις την υποτίμηση. Μερικούς φοβάσαι να τους κοιτάξεις κατάματα. Άλλοι είναι απλώς ήσυχοι και σκεφτικοί… Αυτό που δε βλέπεις συχνά αυτό τον καιρό είναι ένα χαμόγελο συγκατάβασης ή λίγη διάθεση να βοηθήσει  ο ένας τον άλλον. Μερικοί άνθρωποι έχουν διάθεση για συζήτηση, αλλά φαίνεται να συζητούν μόνοι τους.  Αναρωτιέσαι πώς φαντάζεις εσύ και τι εντύπωση να δίνεις άραγε στις υπόλοιπες ψηφίδες του μωσαϊκού. Αισθάνεσαι ότι μέσα στη βαριεστημάρα του ταξιδιού όλο και κάποιος σε περιεργάζεται. Πάντα αναρωτιόμουν τι να σκέφτεται ο καθένας την ώρα του ταξιδιού, πού να ζει, πώς να ζει, πώς αγαπά, πώς τσακώνεται. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια μια κοπέλα σε ένα άλλο τρένο, που κρατούσε μία φωτογραφία ενός νεαρού φαντάρου. Την κοιτούσε χαμογελώντας γλυκά, έκλεινε τα μάτια της και φαινόταν να ονειρεύεται. Βιαζόμουν να μεγαλώσω να αισθανθώ παρόμοια συναισθήματα…

 Στο παρόν  λοιπόν πάλι. Η διπλανή κοπέλα από Τουρκία ξαφνικά γυρνάει και μου λέει ότι είναι μόλις εγχειρισμένη και κρυώνει πολύ. Είναι πράγματι χλωμή! Μιλάει σπαστά, δεν την πολυκαταλαβαίνω… Kάτι ότι καθαρίζει σπίτια, κάτι ότι ο άντρας της δουλεύει στη Βουλγαρία και είναι μόνη της εδώ με τα παιδιά. Αναρωτιέται αν θα την περιμένει κάποιος στον σταθμό. Δεν με κοιτάει, μονολογεί… Την ώρα που κατεβαίνουμε, τη βλέπω που περπατάει με δυσκολία, κοιτάει γύρω της.  Από ό,τι φαίνεται δεν ήρθε να την πάρει κανείς και φεύγει με βαριά ταλαιπωρημένα βήματα.

Κατεβαίνοντας όμως από αυτό το τρένο, η σκηνή έλαβε τέλος. Τα πρόσωπα αυτής της μικρής διήγησης κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ, παρά μόνο σε κάποιο μελαγχολικό παγωμένο σταθμό, ίσως. Λίγες μέρες μετά, φαντάζουν απλώς σαν σουρεαλιστικό όνειρο… Η ανάμνηση που νομίζω ότι μου έχει αποτυπωθεί από αυτό το ταξίδι, είναι ότι μέσα στο τρένο, αισθάνθηκα τη διάχυτη απογοήτευση της εποχής, την έλλειψη επικοινωνίας, την εσωστρέφεια κι ένα υπόγειο καζάνι που βράζει. Δε θυμάμαι ποτέ άλλοτε να ένιωσα τέτοια συναισθήματα σε ταξίδι. Αναρωτήθηκα αν μέσα σε αυτό το μωσαϊκό, θα μπορούσαν να βρεθούν ψήγματα αλληλεγγύης κάποια στιγμή… Θυμήθηκα μια σκηνή από την ταινία του Βέντερς, Τα Φτερά του Έρωτα.

Ξαφνικά αισθάνομαι, ότι η διαδρομή είναι μεγάλη και δύσκολη… Ο ήχος της μηχανής ακούγεται για μια ακόμα φορά να ξεφυσάει και να αγκομαχεί!  Να πλησιάζει άραγε η ώρα για αλλαγή της μηχανής;

Shortlink: http://wp.me/p1pa1c-eOf

(featured image: Between trains in Hanoi train station, αλιευμένο με αναζήτηση από: http://www.flickr.com/photos/he1kki/2415475014/)

Posted in: Ζωή, Uncategorized