Η «μάχη της μαντίλας»: Ρατσισμός σε προοδευτική συσκευασία

Posted on 27 Ιουλίου, 2011 5:27 μμ από

143


του Μιχάλη Βουρεκά

(για τη μεταφορά: Καπυμπάρα)

Et moi pour la juger qui suis-je?

(Aragon)

Η πρόσφατη νομοθεσία στη Γαλλία σχετικά με την απαγόρευση στους μαθητές να πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο φορώντας εμφανή θρησκευτικά σύμβολα, γνωστή και ως «νόμος κατά της μαντίλας», που ψηφίστηκε το 2004, αλλά και την απαγόρευση του νικάμπ (της μαντίλας που καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπο και το σώμα) στους δημόσιους χώρους, που έγινε νόμος του κράτους φέτος, παρότι αφορά έναν πολύ περιορισμένο αριθμό προσώπων, προκάλεσε δυσανάλογα έντονες συζητήσεις.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ένα θέμα τόσο μερικό ανέδειξε πολύ ευρύτερα ζητήματα, όπως η μετανάστευση, η εθνική ταυτότητα, η σχέση του κράτους με τη θρησκεία, η θέση των γυναικών στην κοινωνία, η σχέση της χώρας με το αποικιακό παρελθόν και το ιμπεριαλιστικό παρόν της. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από το θέμα χαρακτηρίστηκε από μια πατερναλιστική και ευρωκεντρική νοοτροπία, που συχνά δεν έκρυβε το ρατσισμό της.

Ανομολόγητος σκοπός αυτής της νέας νομοθεσίας ήταν ο στιγματισμός ολόκληρης της μουσουλμανικής κοινότητας της Γαλλίας, καθώς η παρουσία της εμφανίστηκε σαν πηγή κινδύνων για την ασφάλεια και την εθνική ταυτότητα, κάτι που δικαιολογούσε κάθε προσπάθεια από την πλευρά του κράτους για περιορισμό και στενή επιτήρηση του «ισλαμικού κινδύνου», δηλαδή του μουσουλμανικού πληθυσμού. Αυτό φαίνεται αφενός από το γεγονός ότι παρά τη διακηρυκτική απαγόρευση όλων των εμφανών θρησκευτικών συμβόλων, ο δημόσιος διάλογος στο σύνολό του, τόσο στα ΜΜΕ, όσο και στις προπαρασκευαστικές επιτροπές της Βουλής, περιορίστηκε αποκλειστικά στο θέμα της ισλαμικής μαντίλας και αφετέρου από τα αποτελέσματα της κυρίαρχης ρητορικής, που έδωσε ιδεολογική κάλυψη και απενοχοποίησε, μια σειρά από επιθέσεις και λεκτικές προσβολές σε γυναίκες που φορούσαν νικάμπ ή μαντίλα σε δημόσιους χώρους.

Η επιχειρηματολογία υπέρ των νέων νόμων δεν ήταν πάντοτε ανοιχτά συντηρητική. Αντίθετα, πολύ συχνά εμφανιζόταν με τη μορφή μιας γενικόλογης προοδευτικής ρητορικής υπεράσπισης των οικουμενικών αξιών, των γυναικείων δικαιωμάτων και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το θέμα να διχάσει οριζόντια ολόκληρο το φάσμα της αριστεράς. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, αλλά και των αντιρατσιστικών και φεμινιστικών οργανώσεων έθεσε ασυναίσθητα τον εαυτό του στο αριστερό άκρο μιας εθνοκεντρικής και άρρητα ισλαμοφοβικής συναίνεσης. Η ισλαμοφοβία κατέστη μ’ αυτόν τον τρόπο «πολιτικά ορθός» θεσμικός λόγος και η μοναδική μορφή ανεκτού ρατσισμού, αποκτώντας απήχηση πολύ πέρα από τους γνωστούς ξενοφοβικούς κύκλους στους οποίους θα έπρεπε λογικά να περιορίζεται.

Η στάση αυτού του τμήματος της αριστεράς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι για να απαντήσει στα νέα ερωτήματα, χρησιμοποίησε ανεπαρκή και απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία. Στηρίχθηκε είτε σε μια φιλελεύθερη ανάλυση που έβλεπε τη θρησκεία και το κοσμικό κράτος σαν ανιστορικές κατηγορίες, έξω από το πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία υπάρχουν σχέσεις εξουσίας είτε σε έναν δογματικό μαρξισμό που δεν βλέπει άλλες αντιθέσεις πέρα από τις ταξικές ή θεωρεί ότι οι λεγόμενες δευτερεύουσες αντιθέσεις θα επιλυθούν αυτόματα με τη δικαίωση των ταξικών αγώνων.

Έτσι, τοποθετήθηκε στο θέμα σαν να έπρεπε να απαντήσει σε κάποιους φανταστικούς επικριτές της αριστεράς, που την εγκαλούν ότι μεροληπτεί και δεν αντιμετωπίζει «όλες τις θρησκείες το ίδιο», ξεχνώντας ότι στη βάση της παράδοσής της βρίσκεται η μεροληψία υπέρ των καταπιεσμένων, χωρίς να εξαρτά την υπεράσπισή τους από την  προηγούμενη αποδοχή από μέρους τους της ιδεολογικής και φιλοσοφικής της τοποθέτησης.

Στο σημείο αυτό θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εστιάσουμε στη βασική επιχειρηματολογία υπέρ των απαγορεύσεων, που διεκδικεί για τον εαυτό της προοδευτικά χαρακτηριστικά.

Ένα κοσμικό κράτος χωρίς ελευθερία και ισότητα

Όσο κι αν παρουσιάζεται σαν επιστροφή στις ρίζες των αξιών του κοσμικού κράτους, που απειλείται εκ νέου, η νέα νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο αυτό, μόνο αν επανερμηνευθεί η έννοια της κοσμικότητας του κράτους με τρόπο ιδιαίτερα στενό και με σαφή συντηρητικά χαρακτηριστικά.

Με βάση το νόμο του 1905 για το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους το κοσμικό κράτος είναι ένα μέσο για την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών με βάση τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Στο πλαίσιο αυτό η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους επιβάλλει την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών και του δημόσιου χώρου με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα, η μη επιβολή δηλαδή, της θρησκευτικής ταυτότητας της πλειοψηφίας στη μειοψηφία με εργαλείο προνομιακής προώθησής της το κράτος. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία έκφρασης. Κάθε θρησκευτική ταυτότητα μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα. Υπό αυτό το πρίσμα, η θρησκευτική ουδετερότητα αποτελεί υποχρέωση του κράτους και όχι των πολιτών, με σκοπό οι πολίτες να απολαμβάνουν την ελευθερία να μην είναι ουδέτεροι.

Στους αντίποδες βρίσκεται μια επανερμηνεία της αρχής της κοσμικότητας του κράτους, κυρίαρχη σήμερα, που θέλει το κοσμικό κράτος αυτοσκοπό και απαιτεί την ουδετερότητα όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τους πολίτες. Έτσι, αντί να διασφαλίζει τη μέγιστη ελευθερία έκφρασης ζητά την απαγόρευσή της για όλους. Δεν πρέπει να είναι ο δημόσιος χώρος ουδέτερος, αλλά το κοινό που τον διασχίζει.

Στη βάση αυτής της ερμηνείας βρίσκεται η λογική ότι η κοσμικότητα ταυτίζεται με το χωρισμό της δημόσιας σφαίρας από την ιδιωτική καθώς και η αυθαίρετη κατάταξη της έκφρασης της θρησκευτικής συνείδησης στην ιδιωτική. Κάτι τέτοιο βέβαια, στον πραγματικό κόσμο δεν ισχύει. Διαφορετικά, δεν θα επιτρέπονταν οι λιτανείες στους δημόσιους χώρους και οι εκκλησίες δεν θα βρίσκονταν στις κεντρικές πλατείες των χωριών και των συνοικιών όντας ελεύθερα προσβάσιμες στο κοινό, αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, όπως τα παράνομα τζαμιά της Αθήνας.

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η νέα νομοθεσία στόχευε στην πράξη στον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης όχι ολόκληρης της κοινωνίας, αλλά μόνο της μουσουλμανικής μειοψηφίας, την οποία χωρίς να το λέει, φωτογραφίζει με τις διατάξεις της. Γι’ αυτό άλλωστε, οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντί της ήταν τόσο χλιαρές· η πλειοψηφία αντιλαμβανόταν ότι η ταυτότητά της ήταν αρκετά ουδέτερη, ώστε η απαγόρευση να μην την αφορά. Η κοσμικότητα του κράτους καθίσταται επομένως, από μέσο προστασίας της ισότητας, προσκλητήριο σιγής και απόσυρσης των μουσουλμάνων από τη δημόσια σφαίρα. Αυτή η λογική είναι χαρακτηριστικό κάθε ρατσισμού· η μειοψηφία επιτρέπεται να υπάρχει, αλλά όχι και να φαίνεται «για να μην προκαλεί».

Μπορεί επομένως, κανείς να ισχυριστεί ότι η απειλούμενη κοσμικότητα του κράτους, που έσπευσαν πολλοί να υπερασπιστούν, δεν είναι παρά μία ερμηνεία της. Μια κοσμικότητα χωρίς ελευθερία (δηλαδή ολοκληρωτική) και χωρίς ισότητα (δηλαδή ρατσιστική).

Φεμινισμός ενάντια στις γυναίκες

Αφετηρία της φεμινιστικής επιχειρηματολογίας υπεράσπισης της νέας νομοθεσίας αποτελεί η μονοσήμαντη ερμηνεία της μαντίλας ως συμβόλου της γυναικείας καταπίεσης. Υπό το πρίσμα αυτό, η μαντίλα θεωρείται ότι δεν μπορεί να αποτελεί («πραγματικά») ελεύθερη επιλογή, αλλά ότι αντίθετα, σίγουρα επιβάλλεται από το οικογενειακό περιβάλλον ή την «κοινότητα». Αντίστοιχα, οι γυναίκες που τη φορούν είναι είτε καταπιεσμένες είτε εθελόδουλες. Εξάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι το κράτος οφείλει να παρέμβει απ’ έξω για να τις απελευθερώσει, αφού δεν μπορούν να το κάνουν από μόνες τους. Έτσι, φτάνουμε στο σημείο να υποστηρίζονται μέτρα που ενώ διακηρύσσουν ότι στοχεύουν στη προστασία από την καταπίεση, στρέφονται για πρώτη φορά ενάντια στα θύματα αυτής της καταπίεσης διώχνοντάς τα από το δημόσιο σχολείο ή το δημόσιο χώρο και στιγματίζοντάς τα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα μέτρα αυτά είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας καθώς δεν επιχειρούν να παρέμβουν συνολικά στις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλλα, αντίθετα το μόνο που μπορούν να επιτύχουν, και που φαίνεται ότι στην πραγματικότητα επιζητούν, είναι να μη φαίνεται αυτό που στα δικά μας μάτια συμβολίζει τη γυναικεία καταπίεση, δηλαδή η μαντίλα, για όσο χρονικό διάστημα οι γυναίκες που συνηθίζουν να τη φορούν συνυπάρχουν μαζί μας στο δημόσιο χώρο.

Τα φεμινιστικά επιχειρήματα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός πατερναλιστικού μονολόγου, που προϋποθέτει ότι «εμείς» γνωρίζουμε τι είναι καλό για τις γυναίκες που φορούν μαντίλα, καλύτερα απ’ αυτές, ενώ ο ισότιμος διάλογος με την άποψή τους θεωρείται περιττός καθώς αυτές προσλαμβάνονται ως ανίκανες να έχουν δική τους γνώμη και ο λόγος που αρθρώνουν ως σίγουρα υποβολιμιαίος. Ο μόνος λόγος, προερχόμενος από γυναίκες από την Ανατολή, που παρουσιάζεται σαν χρήσιμος στο δημόσιο διάλογο είναι αυτός που επιβεβαιώνει απλά τα συμπεράσματα στα οποία έχουμε ήδη καταλήξει. Αυτός, όμως,  ενώ είναι αναμφισβήτητα ειλικρινής, εξάγεται από ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον (π.χ. το Ιράν) -όπου η μαντίλα επιβάλλεται υποχρεωτικά από ένα αυταρχικό κράτος- και μεταφέρεται μηχανιστικά σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο διαλόγου.

Η μονοσήμαντη ερμηνεία της μαντίλας ως συμβόλου υποκρύπτει μια άρνηση να αναγνωριστεί στις μουσουλμάνες το δικαίωμα να έχουν πολλαπλή ταυτότητα και να την εκφράζουν. Να μπορούν να είναι και γυναίκες και μουσουλμάνες και Γαλλίδες και Βορειοαφρικανές και να προσδίδουν διαφορετικές νοηματοδοτήσεις στη μαντίλα στο πλαίσιο αυτό. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο νεαρές μουσουλμάνες να επιλέγουν να φορούν μαντίλα -τη στιγμή που οι μητέρες τους δεν φορούν- είτε με στόχο να ενσωματωθούν στη γαλλική κοινωνία, χωρίς να αφομοιωθούν άνευ όρων στις πολιτιστικές της νόρμες είτε γιατί απορρίπτουν το δυτικό πρότυπο για τη θηλυκότητα είτε γιατί επιλέγουν να μετατρέψουν αυτό που συμβόλιζε την υποτίμηση σε σύμβολο υπερηφάνειας μιας ταυτότητας που περιθωριοποιείται βίαια.

Η ιδεολογική υπεροψία που χαρακτηρίζει το σώμα αυτής της επιχειρηματολογίας και η υποτίμηση των μουσουλμάνων γυναικών έφτασε στο απόγειό της με την εκδίωξη γυναικών που φορούσαν μαντίλα από φεμινιστικές διαδηλώσεις από τις διοργανώτριες.

Θα ήταν ορθό να σημειώσουμε ότι δεν μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι στο σύνολό της η φεμινιστική συνηγορία στη νέα νομοθεσία έχει κίνητρα ρατσιστικά. Σε πολλές περιπτώσεις πηγάζει από μια γνήσια ανησυχία για την υπεράσπιση αυτών που εκλαμβάνονται ως οικουμενικές αξίες. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που οι οικουμενικές αξίες ταυτίζονται με το δυτικό πολιτιστικό πρότυπο και η ελευθερία με την αφαίρεση των εμποδίων που ανακόπτουν το δρόμο μιας κοινωνίας προς αυτό.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια πιο ευρύχωρη και γνήσια οικουμενική αντίληψη για τις πανανθρώπινες αξίες δεν συμπυκνώνεται στη φράση «οι ελεύθερες γυναίκες δεν φορούν μαντίλα», αλλά στη φράση «οι ελεύθερες γυναίκες φορούν ό,τι θέλουν».

Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η «μάχη της μαντίλας» υπήρξε εξαιρετικά διδακτική για το πως ο ρατσισμός γίνεται σιγά-σιγά «πολιτικά ορθός» θεσμικός λόγος, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς βλέπει το ρόλο της ως υπερασπιστή της ισότητας και της ελευθερίας σε μια πολυπολιτισμική Ευρώπη που διαρκώς αλλάζει. Όσο βλέπει την ελευθερία μονόπλευρα, σαν το «δικαίωμα» των άλλων να γίνουν επιτέλους σαν κι εμάς και την ισότητα σαν απουσία της διαφοράς, η αριστερά είναι καταδικασμένη αντί να βρίσκεται στο πλευρό όσων υφίστανται την καταπίεση και τις διακρίσεις, να προσχωρεί σε μια συντηρητική συναίνεση, που έχουν φτιάξει άλλοι.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της «Αυγής» στις 19.06.2011

Σόρτλινκ: http://wp.me/p1pa1c-bBf