Μια λοξή ματιά στην αγανάκτηση: Δέκα μικροί μύθοι για το «Σύνταγμα»

Posted on 10 Ιουνίου, 2011 12:58 μμ από

197


του Νικόλα Κοσματόπουλου

Λίγους μήνες πριν, όταν οι πλατείες της Αιγύπτου γέμιζαν αγανάκτηση κι οργή, με ένα κείμενο πρότεινα μια κοινή ματιά πάνω σε αυτά τα γεγονότα από τη μια και στην απεργία πείνας των μεταναστών στην Ελλάδα από την άλλη.[1] Κοινός παρονομαστής ήταν η μορφή του νομάδα δανεισμένη από τον Gilles Deleuze.[2] Ο νομάς, έγραφα, γλιστράει όχι μόνο μέσα από σύνορα και συρματοπλέγματα, αλλά κυρίως δε χωράει πουθενά ως έννοια, δε βολεύεται εύκολα σε κατηγορίες. Για κάθε εξουσία και κάθε νομοταγή, ο νομάς είναι ως έννοια ακατάληπτη και άρα προκλητική.

Τότε, πολλές από τις αντιδράσεις σε αυτόν τον παραλληλισμό προφητικά προϊδέαζαν κάποιες από τις αναλύσεις απέναντι σε ένα σημερινό φαινόμενο που παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακατάληπτο, που είναι η αγανάκτηση και η οργή που γεμίζει τις πλατείες στην Ελλάδα. Κοινό τους χαρακτηριστικό, θα έλεγα, είναι μια γερή δόση αναλυτικής πρεσβυωπίας. Ως γνωστόν, για τον πρεσβύωπα ισχύει πως όσο πιο μακριά είναι τα πράγματα, τόσο πιο καθαρά φαίνονται. Όλα αρχίζουν και θολώνουν επικίνδυνα όταν χρειάζεται να δει κανείς κάτω από την μύτη του. Έτσι λοιπόν, ενώ οι διαδηλώσεις οργής της Αιγύπτου έχαιραν καθολικής αποδοχής, οι μετανάστες της Υπατίας πέρναγαν από σαράντα κύματα κριτικής που αφορούσαν κάθε πτυχή, π.χ. ιδεολογική καθαρότητα, επιλεγμένη τακτική, γενικότερη στρατηγική κτλ.

Το κείμενο αυτό δεν έχει ως θέμα του φυσικά τους μετανάστες, ούτε την Ταχρίρ, κι ίσως ούτε καν το «Σύνταγμα» καθεαυτό. Περισσότερο στοχεύει να αναλύσει την πρεσβυωπία μέσω της οποίας κοινωνικά γεγονότα σαν τα παραπάνω περιγράφονται και τελικά (κατα)κρίνονται. Η βασική θέση του κειμένου είναι πως οι αναλύσεις για το «Σύνταγμα» λένε πολύ περισσότερα για αυτούς που τις κάνουν, τους … συνταγματολόγους δηλαδή, παρά για εκείνους που αναλύονται μέσα σε αυτές. Προτείνω λοιπόν μια λοξή ματιά στην αγανάκτηση, παραφράζοντας τον Ζίζεκ στο βιβλίο του για την βία, γιατί αυτή επιτρέπει να σκεφτούμε για φαινόμενα που τρομάζουν αν τα κοιτάξει κανείς κατάματα. Ακολουθούν δέκα μικροί μύθοι για το «Σύνταγμα», ιδωμένοι μέσα από μια λοξή ματιά που παράλληλα κλείνει το μάτι στους απανταχού συνταγματολόγους.

1.    «Απολιτίκ»

      Αυτός ο μύθος κυκλοφόρησε από την πρώτη κιόλας μέρα της …αγανάκτησης. Το Facebook ως εργαλείο κινητοποίησης, το γενικόλογο των αιτημάτων, το χαοτικό της οργάνωσης, το σουβλάκι και η μπύρα, όλα μύριζαν τσίκνα παρά πολιτική. Αλλά, τι είναι η πολιτική σήμερα; Για πολλούς συνταγματολόγους, φαίνεται πως η πολιτική είναι αυτό που εμπεριέχει τουλάχιστον τρία στοιχεία: λογική ανάλυση, κοινωνικό όραμα και στρατηγικό σχέδιο δράσης. Είναι απέναντι σε όλα αυτά που μετρήθηκε η “αγανάκτηση” και βρέθηκε λειψή. Μήπως είναι όμως ο ορισμός των συνταγματολόγων που είναι λειψός; Γιατί αν είχε δίκιο ο Foucault, είναι πολύ πιο ουσιαστικό να μιλάμε για μια «βιο-πολιτική» ως το πεδίο εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργούνταιπαραγωγικά υποκείμενα, που γνωρίζουν πώς να (μην) προσαρμόζονται όχι μονάχα απέναντι στους νόμους, αλλά κυρίως απέναντι στις κυρίαρχες συμπεριφορές όπως π.χ. του καταναλωτή που ψωνίζει, του πολίτη που ψηφίζει, του τηλεθεατή που αλλάζει κανάλια, του ατόμου που φροντίζει τον εαυτό του κτλ.[3] Με άλλα λόγια, η πολιτική αρχίζει ήδη εκεί που το άτομο επιλέγει στάση απέναντι σε αυτές τις κυρίαρχες συμπεριφορές. Και με αυτήν την έννοια, στο «Σύνταγμα» δημιουργούνται νέες συμπεριφορές και νέοι ορισμοί του (συν)υπάρχειν που είναι ντε φάκτο πολιτικοί.

2.   «Αυθόρμητο»

Άρρηκτα δεμένος με τον προηγούμενο, ο μύθος του “αυθόρμητου” αποτελεί αγαπημένο αξεσουάρ εκείνων των συνταγματολόγων που κατατάσσουν τους εαυτούς τους στην κατηγορία των “συνειδητών”. Ωστόσο, αυτή η διπολική διάκριση διαπερνάει τόσο την αριστερά όσο και την δεξιά κι έχει τις βάσεις της – τουλάχιστον – στο Διαφωτισμό. Συνεχίζοντας τη σκέψη του Foucault, ο Timothy Mitchell σημειώνει πως η διάκριση μεταξύ “αυθόρμητου” (ως ίδιον της ψυχής ή του κορμιού ή του Ασυνείδητου) και του “συνειδητού” (ως αποτέλεσμα της λογικής, του νου, του μυαλού) είναι από μόνη της αποτέλεσμα της βιοπολιτικής εξουσίας στην νεωτερική της μορφή.[4] Ως εκ τούτου, κάθε εφαρμογή της διάκρισης δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να αναπαράγει τις πολιτικές μορφές της βιοπολιτικής εξουσίας με βάση την οποία το σώμα και η λογική πρέπει να κρατιούνται χωριστά για να μπορέσουν να καλλιεργηθούν καλύτερα. Το να περνάει κανείς από το κόσκινο του “συνειδητού” την αγανάκτηση ισοδυναμεί με την προσπάθεια να χωρίσει τα υποκείμενα σε “συνειδητά” και μη, κάτι που αγγίζει τα όρια της πιο ασφυκτικής σύγχρονης εξουσίας, της ψυχιατρικής επιστήμης.

3.  «Το πλήθος»

Ο λόγος περί «πλήθους», ειδικά στις απαξιωτικές του εκδοχές, όπως «όχλος», «τσούρμο», «μπουλούκι» κτλ. βασίζεται κι αυτός σε μια ακόμα κυρίαρχη διαίρεση, εκείνης μεταξύ της πρωτοπορίας και της μάζας, στην οποία συμφωνούν τόσο μαρξιστές όσο και φιλελεύθεροι. Σύμφωνα με αυτήν την διάκριση, η πρωτοπορία έχει (πολιτική) κουλτούρα, (πολιτιστική-ταξική) διαπαιδαγώγηση και (κοινωνικό) όραμα, ενώ η δεύτερη άγεται και φέρεται σε κάθε φύσημα του ανέμου ή, ενίοτε, σε κάθε σφύριγμα της εκάστοτε πρωτοπορίας. Είναι τόσο καλά ριζωμένη αυτή η διάκριση, που η έννοια του πλήθους μπορεί να νοηματοδοτηθεί μονάχα σε αντιδιαστολή με εκείνη της πρωτοπορίας. Πέρα από την ελιτίστικη φύση της, αυτή η διάκριση βρίσκεται στην βάση της δημιουργίας του σύγχρονου κράτους. Ο Χομπς π.χ. θεωρεί πως η μάζα είναι καταρχήν απολίτιστη, απαίδευτη, ανίκανη να συνυπάρξει ειρηνικά λόγω της κατά βάση βάρβαρης φύσης της. Το κράτος είναι η απάντηση σε αυτήν την βαρβαρότητα, είναι η επιβολή της πρωτοπορίας πάνω στην μάζα, είτε ως ηγεμόνα, που είναι σε θέση να γνωρίζει την πολιτική τέχνη, ως κοινοβούλιο που μπορεί να τηρεί το κοινωνικό συμβόλαιο, είτε ως οργανωμένη τάξη που μπορεί να φέρει σε πέρας το δικό της όραμα για την κοινωνία. Ωστόσο, στο «Σύνταγμα» η αυτο-αποκαλούμενη πρωτοπορία βρέθηκε στην ουρά της πορείας, κι από τότε βαδίζει απλά ανάποδα, πράγμα που της επιτρέπει στο κάτω κάτω να μην αλλάξει τους ορισμούς της, αλλά τίποτα παραπάνω.

4. «Οι πάνω και οι κάτω»

Ακόμα μια διάκριση βρίσκεται στο κέντρο των προσπαθειών να αποδοθεί η επονομαζόμενη ανθρωπογεωγραφία του «Συντάγματος», εκείνης των «πάνω» με τους «κάτω». Ο μύθος λέει πως ενώ οι πάνω είναι χουλιγκάνια, χαβαλέδες και «ουγκ», οι κάτω είναι πολιτισμένοι, σοβαροί και συνελευσιάζοντες. Αυτός ο μύθος πατάει σε μια σειρά διακρίσεων, όπως αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω αλλά πάει ακόμα ένα βήμα παραπέρα. Τις αναπαράγει «εσωτερικά». Τείνει να αναγάγει την (συμμετοχή στην) συνέλευση ως το κύριο κριτήριο της πεφωτισμένης και συνειδητής αγανάκτησης, αρνούμενη την δυνατότητα (δικαιολογημένης) ύπαρξής της έξω από τις τρέχουσες συλλογικές διαδικασίες. Δεν θέλω να υποβαθμίσω την ιστορική σημασία μιας συνεχόμενης λαϊκής συνέλευσης στο κέντρο της Αθήνας, απλά θέλω να θυμίσω πως η πολιτικοποίηση στον καιρό της βιο-πολιτικής περνάει πολλές φορές και μέσα από την απλή συνεύρεση υπό άλλους όρους από τους συνηθισμένους. Η διάκριση των «πάνω-κάτω» τείνει αφενός στην φετιχοποίηση της συνέλευσης κι αφετέρου στην κρυσταλλοποίηση μιας περαιτέρω εσωτερικής διάκρισης μεταξύ μάζας/πάνω και πρωτοπορίας/κάτω. Ευτυχώς όμως τα σκαλιά στο «Σύνταγμα» αποδεικνύονται πολύ πιο πορώδη και προσπελάσιμα από τις βαρύγδουπες ταμπέλες των συνταγματολόγων.

5. “Πολλές γαλανόλευκες”

      Μία από τις πρώτες προσπάθειες ανάλυσης του τι συμβαίνει στις πλατείες περιοριζόταν στο να μετράει τις γαλανόλευκες και ανάλογα να βγάζει συμπεράσματα σχετικά με την υφέπρουσα φασίζουσα τάση του πλήθους. Η …στατιστική της γαλανόλευκης όμως δεν κάνει τίποτα άλλο από αυτό που κάνει και η επίσημη στατιστική, δηλαδή να προσπαθεί μάταια να κατηγοριοποιήσει πολύπλοκες ανθρώπινες υπάρξεις και δράσεις βασισμένη σε φαινομενικά σταθερά κριτήρια, όπως το φύλο, η εθνικότητα, η οικογένεια κτλ. Η στατιστική είναι η κατεξοχήν επιστήμη του κράτους (εξ ου και η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων στην λατινική γλώσσα), και ξεκινάει από άλλη μια εκ των βάθρων αποτυχημένη διάκριση, εκείνη μεταξύ εκείνου που μετράει κι εκείνου που μετριέται. Όσο ασταθείς είναι οι κατηγορίες του πρώτου, άλλο τόσο είναι και οι προσπάθειες κατηγοριοποίησης του δεύτερου. Με απλά λόγια, η στατιστική της γαλανόλευκης δε μπορεί να μας πει τίποτα προς το παρόν, σημασία έχει τι ακριβώς κάνουν, σκέφτονται, λένε εκείνοι που (δεν) την κρατάνε. Αντί λοιπόν να μετράμε σημαίες, καλό θα ήτανε να προσπαθήσουμε να δούμε τα υποκείμενα από κάτω τους. Η ταύτιση της σημαίας με το σημαιοφόρο, ενός συμβόλου με ένα υποκείμενο, είναι κατεξοχήν ίδιον της εξουσίας.

6. «Υποστήριξη από τα ΜΜΕ»

Πασχίζοντας να βγάλουν συμπεράσματα για το πολύπλοκο φαινόμενο του Συντάγματος, πολλοί έκοψαν δρόμο ακολουθώντας τη τεμπέλικη, μαυρόασπρη οπτική του «είτε μαζί μας ή εναντίον μας», εξόχως τελειοποιημένη από τον απερχόμενο πλανητάρχη. Η διακριτική υποστήριξη μερίδας καθεστωτικών ΜΜΕ ήταν για εκείνους κριτήριο και επιχείρημα μαζί: «Αν τα ΜΜΕ το υποστηρίζουν, δεν είναι δικό μας». Αυτή η «ανάλυση» είναι εξίσου ισοπεδωτική, όσο κι ανιστόρητη. Ξεκινώντας από το δεύτερο να θυμίσω μονάχα πως τα ίδια ΜΜΕ ήταν ακόμα πιο θετικά στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την δολοφονία του Γρηγορόπουλου, πριν αυτές γίνουν (ή παρουσιαστούν) ως βίαιες. Είναι όμως κυρίως ισοπεδωτική, γιατί χαρίζει στα ΜΜΕ ένα ρόλο και μια δύναμη που δεν έχουν, τη δυνατότητα δηλαδή να μπορούν πάντα να καθοδηγούν την μαζική οργή κι άποψη. Πιο κοντά στην ιστορία και την πραγματικότητα, είναι πως τα ΜΜΕ σε αυτές τις περιπτώσεις προσπαθούν να ζυγιάσουν, να «αφουγκραστούν» τα όρια μαζικής ανοχής απέναντι στη προπαγάνδα τους και πολλές φορές αποτυγχάνουν. Ειδικά δε, όταν ο κόσμος έχει βγει από το σπίτι κι έχει κλείσει την τηλεόραση, τα ΜΜΕ μάλλον τείνουν να ακροβατούν σε ένα τεντωμένο σχοινί, που μπορεί να σπάσει οποιαδήποτε στιγμή. Τότε, αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα ΜΜΕ ακολουθούν τα γεγονότα, παρά – και όχι – το αντίθετο.

7. «Η ψυχοθεραπεία της συνέλευσης»

Απέναντι στην επίσης διαδεδομένη άποψη πως η συνέλευση θυμίζει φορές φορές μαζική ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία, μπορούν να ειπωθούν πολλά. Καταρχήν, πως οι τελευταίοι που δικαιούνται να ομιλούν είναι όλοι όσοι έχουν φάει τα σωθικά τους στις μαραθώνιες συνεδριάσεις της τοπικής ΚΟΒΑς, ή του κομματικού τους πυρήνα ή της κατάληψης της γειτονιάς. Τέτοιου είδους διαδικασίες εμπεριέχουν εξ ορισμού δυνατότητες κριτικής στην (κακούργα) κοινωνία διανθισμένες με πολλά ψήγματα προσωπικής πικρίας, απελπισίας και ματαιοδοξίας παράλληλα. Από πότε όμως υπάρχει το πρώτο χωρίς το δεύτερο; Μονάχα ίσως από τότε που η «πρωτοπορία» αρνείται να αποδεχτεί πως πέρα από το «συνειδητό» υπάρχει ένα τεράστιο και υπέροχο σύμπαν πιθανών υπάρξεων, στο οποίο δεν είναι όλα ξεκάθαρα, λογικά, σταράτα! Πέρα από αυτό, αυτή η διαφοροποίηση προκύπτει κι από κάτι ακόμα, θα έλεγα, δηλαδή την διάκριση μεταξύ εκείνων που ομιλούν στο όνομα του πλήθους και άρα «πολιτικά», «σταράτα», «με προτάσεις» κι εκείνων που μιλάνε «προσωπικά», «δεν το πολυέχουν», «πλατειάζουν» ή «μυξοκλαίνε». Αλλά αν η πρώτη κατηγορία περιγράφει αυτό που θα ονόμαζε κανείς εκκολαπτόμενο «πολιτικό ανήρ», η δεύτερη παρουσιάζεται ως η ελλειμματική, προβληματική, λειψή εκδοχή της πρώτης, μέσα στην οποία χωράνε όλα τα νοηματικά αντίθετα της, όπως γυναίκες, παιδιά, μετανάστες κτλ.

8.  «Αλλεργία απέναντι στα κόμματα»   

Για τους συνταγματολόγους (κυρίως της αριστεράς), τα αντανακλαστικά της «αγανάκτησης» απέναντι σε κομματικές σημαίες, τραπεζάκια και λογότυπα αναδεικνύουν όχι μόνο την καθυστέρηση αλλά και την εχθρότητα του πλήθους απέναντι στα πολιτικά οράματα της κοινωνικής απελευθέρωσης, που φυσικά αυτή μονάχα μπορεί και πρεσβεύει. Ειδικά δε, για όλους εκείνους που δεν διανοούνται να κατέβουν σε πορεία, διαδήλωση, απεργία χωρίς να πουλάνε την εφημερίδα ή να φοράνε το σφυροδρέπανο στο πέτο, αυτή η στάση τους φαίνεται κυριολεκτικά αδιανόητη και η στηλίτευσή της αποτελεί το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του απολίτικου, φασίζοντος, χαβαλετζίδικου «Συντάγματος». Ωστόσο, αν γυρίσουμε την ερώτηση ανάποδα, κι αντί να αναλύουμε την αλλεργία στα κόμματα, αναρωτηθούμε για την αλλεργία των κομμάτων (ο Λένιν να τα κάνει τέτοια) απέναντι στο «Σύνταγμα», θα καταλήξουμε σε μια ακόμα διάκριση που αξίζει προσοχής. Τη διάκριση μεταξύ ειδικού (της πολιτικής) και μη, η οποία με τη βοήθεια των διακρίσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στην αντίληψη των συνταγματολόγων για τον εαυτό τους. Τελικά ίσως να αξίζει να αναρωτηθούμε όχι για την αλλεργία των αγανακτισμένων απέναντι στις αυτοβαφτιζόμενες πρωτοπορίες, αλλά πάνω στον ανοικτό φόβο των τελευταίων να δρουν και να υπάρχουν χωρίς την ατσαλένια πανοπλία του ειδικού.

9.    «Κόπια της Ισπανίας»

Αυτός ο μύθος είναι ίσως το τελευταίο χαρτί στην προσπάθεια των συνταγματολόγων να ξεμπλέξουν εύκολα με το φαινόμενο των πλατειών. Το επιχείρημα «εδώ δεν είναι Ισπανία, έχουμε διαφορετική κουλτούρα κι ιστορία» είναι τόσο απλό κι απλουστευτικό που προσφέρεται προς χρήση σε διάφορες εκδοχές. Μία από τις πιο γνωστές και λιγότερο επιτυχημένες παρουσιάστηκε το τελευταίο διάστημα στις αραβικές χώρες, στις οποίες ο κάθε δυνάστης απέκλειε το ενδεχόμενο εξέγερσης στην χώρα του βασισμένος στην ιδιαιτερότητά της, μονάχα για να βιώσει την εξέγερση ακριβώς την επομένη της δήλωσής του. Αυτό που σίγουρα ξενίζει είναι πως στην περίπτωση του Συντάγματος το επιχείρημα αυτό διακινείται κυρίως από εκείνους που συγκαταλέγουν τους εαυτούς στους ακραιφνείς διεθνιστές. Κι ενώ λοιπόν σε κάθε άλλη περίπτωση (κίνησης κεφαλαίου και μέσων παραγωγής π.χ.), μας λένε πως η ανάλυση οφείλει να γίνει με βάση παγκόσμια δεδομένα κι ανοικτούς ορίζοντες, όταν τα ερωτήματα μπαίνουν για τα του οίκου μας μετατρέπονται σε φολκλοριστές, αν όχι σε …μεθοδολογικούς πατριώτες. Μεμιάς γίνεται η ιδιαιτερότητα της χώρας όρος αναγκαίος και ικανός για να διαχωρίσει μια καλή μέθοδο που εφαρμόζεται «εκεί», από εκείνη που χρησιμοποιείται με κακό τρόπο «εδώ». Είναι τότε που η ζεστή αγκαλιά του έθνους-κράτους ανοίγει γενναιόδωρα του για να υποδεχτεί τα μέχρι πρότινος άσωτα παιδιά του.

10. «Μην γεννηθεί κανα τέρας»

Τέλος, ο φόβος για το άγνωστο, το «μετά», «το βήμα στο κενό» επιστρατεύεται ως επιχείρημα για να ξαναγυρίσουμε στις βολικές και γνωστές παρυφές της μιζέριας μας. Από τις Παπαρήγειες προβλέψεις περί «ξεφουσκώματος» μέχρι τις τρομοκρατικές εκδοχές περί υπόγειας εκκόλαψης του αυγού του φιδιού, οι συνταγματολόγοι ζητάνε πιστοποιητικά από το μέλλον κι όταν δεν τα έχουν, προτιμούν να το καταδικάσουν συλλήβδην. Αυτή η τελευταία διάκριση, μεταξύ του ένδοξου (αν και αποτυχημένου) παρελθόντος και του αβέβαιου μέλλοντος, δε βασίζεται μονάχα στην ατολμία και την φοβία που έχουν καλλιεργήσει οι διάφοροι ειδικοί παντός είδους, μιας κι αν δεν έχει προβλεφθεί το «Σύνταγμα» στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τότε δεν ανήκει στο δόγμα των κομμουνιστών. Κυρίως εκπορεύεται από μια μεσσιανική αντίληψη για τον Χρόνο, καθώς και μια βαθειά κανονιστική αντίληψη για την δράση μέσα σε αυτόν. Αυτές υπαγορεύουν πως στην γραμμική εξέλιξη προς την αταξική κοινωνία, ο Χρόνος που προσμετράται είναι μονάχα εκείνος που χαρακτηρίζεται από γεγονότα με ξεκάθαρη σημασία και ρόλο, και η δράση που αξίζει είναι μονάχα εκείνη που προκαλεί τέτοια γεγονότα. Οτιδήποτε άλλο, ειδικά εκείνα τα γεγονότα που δεν είναι εύκολα κατηγοριοποιήσιμα ως τελεολογικά σε σχέση με την έλευση της νέας κοινωνίας, δεν έχουν σημασία, δεν καταλογίζονται ως πραγματικά, είναι φευγαλέα και μάταια. Ωστόσο, το επίμονο ερώτημα που έβαλε το Σύνταγμα είναι τι κάνουμε μέχρι να έρθει ο … Μεσσίας.

Και το απάντησε με τον καλύτερο τρόπο: Μασκαρευόμαστε για να μη μας γνωρίσει, κρυβόμαστε για να μη μας βρει, νομαδίζουμε για να μην μας καταλάβει!

Γινόμαστε, τέλος, αυτό που είμαστε, όπως θα έλεγε ο Νίτσε.  


[1] “Από το Κάιρο στην Νομική και πάλι πίσω: Οι Νομάδες και οι Νομοταγείς”, tvxs, 02/02/2011

[2] Deleuze, Gilles/Guattari, Felix.1986. Nomadology: The War Machine. New York: Semiotext(e).

[3] Foucault, Michel. ‘1997. The Birth of Biopolitics’, in: Michel Foucault, Ethics: Subjectivity and Truth, ed. by Paul Rabinow, New York: The New Press.

[4] Mitchell, Timothy. 1990.  «Everyday Metaphors of Power,» Theory and Society, vol. 19, no. 5, pp. 545-77. Για μια ανάλυση των Δεκεμβριανών 2008 στην Ελλάδα με βάση αυτήν την άποψη, δες Κοσματόπουλος, Νικόλας. Γαλέρα, Ιανουάριος 2010, http://galera.gr/magazine/modules/articles/article.php?id=1962

Στη δημοσίευση βοηθά η Jaquou Utopie

Μια λοξή ματιά στην αγανάκτηση: Δέκα μικροί μύθοι για το «Σύνταγμα»